Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2014

Γιώργος Σύρρος "Περιμένοντας το ποδήλατο - Περιγραφή"


Μονάχα τα παιδιά μπορούσαν να συγκριθούν με την ομορφιά σου,
σαν καθρέφτες της ζωής και της χαράς.
Έτσι,
όταν με ρωτούσαν οι άνθρωποι για σένα,
πώς είσαι και πώς μοιάζεις,
τους έλεγα για τότε που ήμουνα παιδί.

Τους μιλούσα για τα συννεφιασμένα απογεύματα στην παραλία,
τότε που βρεχόμουν στα κρύα νερά της θάλασσας,
ξορκίζοντας το παγωμένο άγγιγμά τους με γέλια και ξεφωνητά.

Για τα πολύχρωμα κοχύλια που μάζευα από τις ακρογιαλιές
και τα έβαζα σ’ ένα μικρό, χρυσαφένιο κουτί
αναφωνώντας με χαρά και καμάρι «ο θησαυρός μου!».

Για τις μέρες που ξεχυνόμουν κάτω από τον ήλιο,
ψάχνοντας στους δρόμους για περιπέτειες
και στην πλατεία με το μεγάλο πλάτανο
που ξάπλωνα εξουθενωμένος από το παιχνίδι.

Για εκείνα τα μελαγχολικά πρωινά που δε σταμάταγε να βρέχει
και καθόμουν μπροστά από το παράθυρο περιμένοντας,
κοιτώντας το μεγάλο ποδήλατο στην αυλή να βρέχεται και ν’ αστράφτει καινούριο,
δίχως λάσπες πια και χώματα.

Για την παλιά φυσαρμόνικα του παππού,
γεμάτη σκόνες και αναμνήσεις
που έβγαζε, όμως, ακόμα αδέξιους ήχους νοσταλγίας.

Τους μιλούσα για τα ξύλινα, χρωματιστά μου μολύβια
που είχανε φιλόδοξα γεμίσει αμέτρητα λευκά χαρτιά
με καράβια, γαλάζιους ουρανούς και όνειρα.

Και τέλος,
για τη γλυκιά ευωδιά εκείνης της εποχής.
Όλα μου τα παιδικά χρόνια,
εκείνα που ποτέ δεν έζησα,
τα συνόδευε πάντα ένα άρωμα ζεστού ψωμιού και βανίλιας.

Τ’ ακούγανε οι άνθρωποι,
δακρύζανε και χαμογελούσανε θυμούμενοι.
«Αυτό το δάκρυ και αυτό το χαμόγελο»,
τους έλεγα,
«είναι εκείνη.».
Έτσι μονάχα μπορούσανε να καταλάβουνε
πώς είσαι και πώς μοιάζεις.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου