Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2020

"Καλά να πάθει"

 

«Καλά να πάθει. Μέσα στην πανδημία ήθελε πορείες το κουμμούνι  να μας κολλήσει όλους. Μεγάλος άνθρωπος κιόλας»

 

Έτσι έγραφες, συνάνθρωπε, την 17η Νοεμβρίου 2020. Δίχως σκέψη, δίχως προβληματισμό, ξορκίζοντας έτσι λακωνικά όλο το φόβο που σου μαραζώνει την ψυχή, τασσόμενος με τους κυρίαρχους μήπως και σε λυπηθούν όταν έρθει η ώρα.

Μπορεί ν’ ανήκεις στα σώματα «ασφαλείας», η γυναίκα σου να είναι στο υπουργείο οικονομικών. Μπορείς να είσαι εισοδηματίας με κάτι αυθαίρετα στο χωριό που ο τοπικός άρχοντας κάπως σε βόλεψε με αυτά. Μπορεί να είσαι χαμένη υπόθεση.

Αλλά ίσως, συνάνθρωπε, να δουλεύεις 10ωρα για να πληρώσεις τα φροντιστήρια των παιδιών σου. Ίσως η γυναίκα σου να δουλεύει 4ωρα με μισθό πείνας. Ίσως ο φόβος σου φωλιάζει κάτω από μια στέγη χρεωμένη που σε λίγο θα χαθεί και αυτή. Ίσως τα παιδιά σου να γελούν όταν ακούν τη λέξη σύνταξη και όχι γιατί το γήρας φαίνεται μια μακρινή πραγματικότητα. Ίσως απλά να μην κατάλαβες τι έγινε σήμερα, χθες και μάλλον κάθε μέρα από εδώ και πέρα.

Κάποιοι σου είπαν ότι δε θ’ αντιδράσεις. Δε θ’ αντιδράσεις ενώ σου στερούν την αξιοπρέπεια, την ελευθερία, τα ιδανικά σου. Ανθρώπινες αξίες αλλά μπορεί να τις περάσεις για αριστερές ιδέες. Οπότε πιο πρακτικά. Δε θ’ αντιδράσεις ενώ σου στερούν την υγεία, το σπίτι, τη μόρφωση των παιδιών σου. Αυτοί που αντί να ετοιμάσουν ΜΕΘ και να προσλάβουν γιατρούς, βάζουν γλάστρες και φώτα στους δρόμους ενώ ο πατέρας σου, ο παππούς σου πεθαίνει. Στόλισαν τη νεκρώσιμη ακολουθία των ανθρώπων σου και σου είπαν να σωπάσεις ευχαριστημένος.

Ίσως, συνάνθρωπε, να μην κατάλαβες. Μπορεί να ψέλλισες κάτι για το πως είναι ίδιοι όλοι, κάτι να μουρμούρισες για ατομική ευθύνη και να πίστεψες ότι ίσως το κτήνος που ορμά να σε λυπηθεί. Ίσως να μην κατάλαβες ότι όποιος φτύνει στα μούτρα του καταπιεστή αγιάζει το πείσμα του ανθρώπου για μια καλύτερη ζωή, ότι όποιος αντιδρά στον παράλογο αυταρχισμό των αρχόντων παλεύει για όλη την ανθρωπότητα. Ίσως να μην κατάλαβες ότι ο ανόητος, γραφικός αριστερός που αντέδρασε νοιάστηκε και για σένα, ακόμα και αν όπλισες το χέρι που του άνοιξε το κεφάλι.

Ίσως, συνάνθρωπε, να μην το κατάλαβες το πόσο ντράπηκες για τον εαυτό σου, το πόσο σου κόστισε να φιμώσεις μέσα σου εκείνη την ανομολόγητη λαχτάρα να τα καταφέρει ο γραφικός  ν’ αλλάξει κάτι. Έπρεπε το μίσος σου να φουντώσει για να μπορείς να κωφεύεις, να μην τολμήσεις να πιστέψεις ότι κάτι καλύτερο είναι εφικτό.

Ίσως, συνάνθρωπε, να μην κατάλαβες ότι όταν το σκοτάδι πέφτει τόσο βαρύ και βάρβαρο, υπάρχει μόνο ένα πρόσταγμα και αυτό είναι η αντίδραση, δίχως πολιτικό πρόσημο, δίχως φιλοσοφικούς μηρυκασμούς, μια αντίδραση για την ίδια μας τη ζωή. Ίσως να μην κατάλαβες ότι το σκοτάδι που πυκνώνει μας τυλίγει όλους ανεξαιρέτως και τα δόντια του κτήνους σφίγγουν απειλητικά γύρω από το λαιμό της ανθρωπότητας

 

Και με τα λόγια του Μιχάλη Κατσαρού:

Ἀντισταθεῖτε
στὸν περσικὸ τάπητα τῶν πoλυκατοικιῶν
στὸν κοντὸ ἄνθρωπο τοῦ γραφείου
στὴν ἑταιρεία εἰσαγωγαὶ- ἐξαγωγαί
στὴν κρατικὴ ἐκπαίδευση
στὸ φόρο
σὲ μένα ἀκόμα ποὺ σᾶς ἱστορῶ.

Ἀντισταθεῖτε
σ᾿ αὐτὸν ποὺ χαιρετάει ἀπ᾿ τὴν ἐξέδρα ὦρες
ἀτέλειωτες τὶς παρελάσεις
σ᾿ αὐτὴ τὴν ἄγονη κυρία ποὺ μοιράζει
ἔντυπα ἁγίων λίβανον καὶ σμύρναν
σὲ μένα ἀκόμα ποὺ σᾶς ἱστορῶ.

Ἀντισταθεῖτε πάλι σ᾿ ὅλους αὐτοὺς ποὺ λέγονται
μεγάλοι
στὸν πρόεδρο τοῦ Ἐφετείου ἀντισταθεῖτε
στὶς μουσικὲς τὰ τούμπανα καὶ τὶς παράτες
σ᾿ ὅλα τ᾿ ἀνώτερα συνέδρια ποὺ φλυαροῦνε
πίνουν καφέδες σύνεδροι συμβουλατόροι

σ᾿ ὅλους ποὺ γράφουν λόγους γιὰ τὴν ἐποχὴ
δίπλα στὴ χειμωνιάτικη θερμάστρα

στὶς κολακεῖες τὶς εὐχὲς τὶς τόσες ὑποκλίσεις
ἀπὸ γραφιάδες καὶ δειλοὺς γιὰ τὸ σοφὸ
ἀρχηγό τους.

Ἀντισταθεῖτε στὶς ὑπηρεσίες τῶν ἀλλοδαπῶν
καὶ διαβατηρίων
στὶς φοβερὲς σημαῖες τῶν κρατῶν καὶ τὴ
διπλωματία
στὰ ἐργοστάσια πολεμικῶν ὑλῶν
σ᾿ αὐτοὺς ποὺ λένε λυρισμὸ τὰ ὡραῖα λόγια
στὰ θούρια
στὰ γλυκερὰ τραγούδια μὲ τοὺς θρήνους
στοὺς θεατὲς
στὸν ἄνεμο
σ᾿ ὅλους τοὺς ἀδιάφορους καὶ τοὺς σοφοὺς
στοὺς ἄλλους ποὺ κάνουνε τὸ φίλο σας

ὡς καὶ σὲ μένα, σὲ μένα ἀκόμα ποὺ σᾶς ἱστορῶ
ἀντισταθεῖτε.

Τότε μπορεῖ βέβαιοι νὰ περάσουμε πρὸς τὴν
Ἐλευθερία.

Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2020

Γράμματα που δε θα σταλούν ποτέ

 


 

 

Θα συνέχιζε να της γράφει γράμματα. Για να την κατευνάσει. Παρά τα χρόνια, παρέμενε ακόμα ανήσυχη μέσα του. Σάλευε ακατάπαυστα, ένα τέκνο ποίησης και έρωτα που πάσχιζε να γεννηθεί, ξανά.

Είχε περάσει καιρός που είχαν πεθάνει ο ένας για τον άλλο. Από τον παράδεισο του μαζί –έστω ενός κίβδηλου, εύθραυστου μαζί- στο άχρωμο και άχρονο καθαρτήριο του «κάποιος, κάπου, κάποτε» η πτώση ήταν ιλιγγιώδης και βάρβαρη.

Τη συναντούσε ακόμη. Την έβλεπε καθώς ο χρόνος την απογύμνωνε και την αποκάλυπτε στο φυσικό της μέγεθος. Όση λάμψη έχανε εκείνη ωστόσο τόσο φωτιζόταν το φασματικό της πρόσωπο. Σ’ ένα παράλληλο, εσωτερικό σύμπαν ακόμα τον ξυπνούσε τα πρωινά.

Ήταν άδικο, σκεφτόταν, με τόσο λίγο κόπο να κατακτήσει το φαντασιακό και το ονειρικό του, ενώ η μνήμη του με μια χούφτα εικόνες προσπαθούσε να ξαναφέρει στο νου τη γεύση και τη μυρωδιά της. Ολοένα και πιο δύσκολα.

Κάποιες φορές γελούσε ενώπιόν του, βεβιασμένα, διστακτικά για να ξορκίσει  τα φαντάσματα του δράματος. Γλυκιά, ζωντανή μουσική με απεχθείς στίχους. Αποζητούσε μια φιλία, τραγουδούσε. Στο γέλιο της, η μόνη του απάντηση ήταν μια φράση απαγορευμένη, ετεροχρονισμένη, που διεκδικούσε απεγνωσμένα μια ανάσα να ξεφύγει, που με κόπο συγκρατούσε, αποκεφαλίζοντάς τη στα δόντια του.

Την επισκεπτόταν τις νύχτες με αφοσίωση. Ανεδείχθη σε εκείνο το κάτι που πρέπει να κρατάμε βαθιά μέσα μας για τη ζεστασιά του, αυτό το κάτι που πρέπει ν’ αγαπάμε για να μας κρατάει ζωντανούς. Ημέρευε την ανάγκη για να μη μεταμορφωθεί σε χάος, σε έχθρα και μίσος που λυσσομανεί και τρέφεται με ανθρωπιά. Ο τελευταίος έρωτας, η τελευταία συγκίνηση.

Μεγαλώνοντας, η απώλεια φάνταζε βαθύτερη. Μαζί με εκείνον άλλαζε και το όνειρο, γινόταν πιο άπληστο. Εν τέλει δε χάθηκε μόνο ένα χάδι, τα χείλη της, μερικοί μήνες κινηματογραφικής ευδαιμονίας. Πλέον, από τις γκρίζες σκιές του πιθανού ένα παιδί θα τον κοιτούσε για πάντα με μια στοργική απορία στα μεγάλα του μάτια. Τα δικά της χέρια προορίζονταν, πίστεψε για μια στιγμή, να κρατήσουν κάτι παραπάνω από τον ίδιο.

Και της ανήκε. Κάτι πιο δυνατό από τον έρωτα, πιο θεμελιώδες από την αγάπη, πέρα από την κτήση και την καταδυνάστευση. Είχε παγώσει το βιωματικό χρόνο και θα παρέμεναν όπως το πρώτο βράδυ, υποτακτικοί και οι δυο τους της άγριας ποίησης που ενίοτε οι άνθρωποι πέφτουν θύματά της. Ανήκε, όπως το πρώτο βράδυ, στη σπάνια τρυφερότητα της φωνής της.

Και μέχρι το τελευταίο, θα αναπολούσε τη μικρή αιωνιότητα των μύχιων του κορμιού της, εκείνη τη γαλήνια αχρονικότητα του κρεβατιού της. Θα νοσταλγούσε κάθε περιήγηση στην άβυσσο που κοιτούσε μέσα του φιλεύσπλαχνα, φέρνοντάς της σαν σπονδή εξευμένισης ένα εφηβικό χαμόγελο.

 

*Η εικόνα είναι από την ταινία Eternal sunshine of the spotless mind

Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου 2020

Να μάθεις να μη φεύγεις


 

Να μάθεις να μη φεύγεις προτού ν’ ανάψουν τα φώτα στο σινεμά. Διάβασε όλους τους τίτλους τέλους, δες τους θεατές ν’ αποχωρούν και μείνε λίγο ακόμα μέχρι να βεβαιωθείς πως πραγματικά τελείωσε, αποχαιρετώντας μ’ ένα ευγενικό νεύμα την καθαρίστρια που έρχεται να σβήσει –ή να εντείνει- κάθε τι δραματικό.

 

Να μάθεις να μη φεύγεις στο πρώτο ράγισμα. Μείνε μέχρι τα ραγίσματα να είναι πάρα πολλά για να τα μετρήσεις. Μείνε λίγο ακόμα μέχρι να βεβαιωθείς ότι μάζεψες κάθε κόκκο κρυσταλλικής στάχτης, μέχρι την πικρή βεβαιότητα ότι δεν υπάρχει τίποτα πια για να σώσεις.

 

Να μάθεις να μη φεύγεις όσο υπάρχει ακόμα ζωή, να κατεβαίνεις από βαγόνια, αμάξια, πλοία, αν δίχως καν να έχεις φύγει σε στοιχειώνει ήδη η επιστροφή. Μείνε να συνοδεύσεις την αγάπη μέχρι το ταξίδι της στον άλλο κόσμο, μέχρι να κλείσεις τα βλέφαρά της με ευγνωμοσύνη, τιμώντας το δώρο της. Φλέρταρε με τον κίνδυνο της λεπτής ισορροπίας και φύγε μόνο τη στιγμή προτού γίνει μίσος και έχθρα.

 

Να μάθεις να μη φεύγεις από υποχρεώσεις ή συνήθεια, από σύνεση ή δειλία. Να μάθεις να μη φεύγεις δίχως να έχεις πηδήξει από τον γκρεμό και αν πρέπει να φύγεις, φύγε τσακισμένος και ματωμένος, έχοντας παρασύρει μαζί σου στην πτώση όλα τα ενδεχόμενα και τα «αν». Φύγε κουτσαίνοντας και χαμογελώντας.

 

Να μάθεις να μη φεύγεις, όσο εκείνο το γέλιο αντηχεί εντός σου, όσο κάποια χείλη παρακαλούν «μείνε», όσο τα μάτια της απειλούνται να γίνουν επώδυνη ανάμνηση.

 

Να μάθεις να μη φεύγεις αλλιώς θα είσαι καταδικασμένος να γυρνάς συνεχώς σ’ ένα μέρος που δεν υπάρχει πια έξω από τη μεταμέλεια. Και αν πρέπει να φύγεις, φύγε εκπληρωμένος, εξαντλημένος, έχοντας κάψει την καρδιά σου για να φωτίσει τις ύστατες στιγμές, κρατώντας για το μακρύ δρόμο λίγη μαγιά για να την ξαναζωντανέψεις, κάπως λιγότερη κάθε φορά αλλά πιο βέβαιη.

 

*Η εικόνα είναι από την ταινία Garden State

Σάββατο 11 Ιουλίου 2020

Στιγμιότυπο




-          Έχεις σκεφτεί ποτέ ότι ίσως όταν πεθαίνουμε συνεχίζουμε να υπάρχουμε δίχως να το καταλαβαίνουμε; Περιφερόμαστε σαν ανάμνηση μέσα στον κόσμο, απλά οι υπόλοιποι δεν μπορούν να μας δουν, να μας αγγίξουν, να μας αγαπήσουν όπως πριν.

-          Δεν ξέρω, Ντάνιελ. Μου φαίνεται ότι κάποιοι άνθρωποι είναι νεκροί προτού καν πεθάνουν. Χθες, ας πούμε, ήταν ένας γέρος στο δρόμο, άστεγος, με απλωμένο το χέρι και δεν υπήρχε κανένας να του το αγγίξει, έστω και με τα νομίσματά του. Στάθηκα και του μίλησα. Είναι επικίνδυνο να πιστεύεις ότι ανασταίνεις ανθρώπους.

-          Για σένα, Σόφι, τι συμβαίνει στο τέλος;

-          Εγώ εύχομαι να υπάρχει μια συνέχεια, έστω αυτήν που λες. Είναι τόσοι εκείνοι που θα ήθελα να ξαναδώ. Αλλά νιώθω ότι το τέλος είναι απλά μια φυγή στη σιωπή. Μια μακρά, αδιατάρακτη σιωπή που κρατάει ίσως μονάχα τον απόηχο της τελευταίας μας στιγμής. Γι’ αυτό μου αρέσει να είμαι εδώ, πλάι στη θάλασσα όσο περισσότερο μπορώ. Τα κύματα πια μου θυμίζουν αιωνιότητα.

-          Έχεις αρχίσει να μου θυμίζεις αιωνιότητα, Σόφι. Βλέπεις, προσπαθώ να καταλάβω αν είμαστε μέρος μιας ερωτικής ιστορίας. Ένας άντρας και μια γυναίκα πλάι στη θάλασσα. Είναι επικίνδυνο ν’ ανασταίνεις νεκρούς όπως είπες.

-          Και αν δεν είναι; Αν ο άνδρας και η γυναίκα ανταλλάξουν λίγες κουβέντες και αποχωριστούν, ο καθένας επιστρέφοντας στην οικογένειά του, τα παιδιά του, θα ήταν απλά μια ιστορία; Ακόμα και αν ο χρόνος την έσβηνε εν τέλει;

-          Επιμένεις να πιστεύεις στο χρόνο, Σόφι; Σε αυτήν την απλή ιστορία, εγώ θα κατοικώ. Θα επανέρχομαι ξανά και ξανά και θα μας βρίσκω εδώ, όπως είμαστε τώρα και όπως θα ήμασταν, όλες οι προοπτικές σε μια αέναη γέννηση. Τι νόημα έχει αυτός ο ατίθασος χρόνος; Δεν ξέρω καν αν αξίζει να ονομάζεται έτσι. Ή θα σε ερωτευτώ ή θα σε ξεχάσω. Μεταξύ πάθους και λήθης, προτιμώ πάντα την πρώτη επιλογή.

-          Είσαι λοιπόν τυχοδιώκτης.

-          Πολέμιος του αδιάφορου θα έλεγα.

-          Γι’ αυτό μιλάμε για έρωτα και θάνατο και αιωνιότητα; Παραλείψαμε πολλά βήματα θαρρώ.

-          Υπάρχει καλύτερος τρόπος να γνωρίσεις έναν άλλον άνθρωπο; Πραγματικά να τον γνωρίσεις; Άλλωστε, για τι άλλο θα μπορούσαμε να μιλήσουμε;

-          Τις προάλλες είδα εδώ κάτι παιδιά να προσπαθούν να φτιάξουν ένα φράγμα από άμμο ενάντια στη θάλασσα. Όλη μέρα δούλευαν, είχαν βάλει και ένα ξύλο για ιστό σημαίας μέχρι που το απόγευμα η θάλασσα αγρίεψε και το παρέσυρε ολόκληρο. Το κοίταξαν για μια στιγμή, νηφάλια, λες και το ήξεραν εξ’ αρχής ότι θα συνέβαινε και έφυγαν χαρούμενα προς αναζήτηση κάποιου άλλου παιχνιδιού.

-          Αυτό τώρα τι σχέση έχει με τα υπόλοιπα;

-          Καμία ενδεχομένως, Ντάνιελ. Θέλω να σου μιλάω συνέχεια, αυτό είναι όλο. Φοβάμαι τη σιωπή. Στις αναμνήσεις συρρικνώνεται, κρατάει ελάχιστα. Αν περνούσαμε μια ολόκληρη μέρα στη σιωπή μαζί, μπορεί να ήμουν μια ευτυχής σύντροφος αλλά θα ήμουν το δίχως άλλο μια αξιοθρήνητη νοσταλγός. Θα είχα να θυμάμαι μια ολόκληρη μέρα ως μια χούφτα εικόνες.


«Σιωπή»


-          Νομίζω κάποτε, ήμουν ακόμα παιδί, είδα ένα όνειρο που έμοιαζε με αυτήν τη στιγμή. Ακούγεται αστείο αλλά ενδέχεται να είσαι η πρώτη μου ανάμνηση.

-          Και τι γινόταν σε αυτό το όνειρο;

-          Όχι πολλά είναι η αλήθεια. Ξύπνησα λίγο αφότου σε συνάντησα. Και ένιωσα μια θλίψη που δεν μπορούσα να την καταλάβω τότε.

-          Θα ξημερώσει σε λίγο. Ντάνιελ, έχεις ποτέ την αίσθηση όταν σε βρίσκει το ξημέρωμα μ’ έναν άλλον, ότι αυτός ο άνθρωπος γίνεται ονειρικός; Σαν η αϋπνία σου να διαμαρτύρεται, απαιτώντας ονειρική τροφή. Κάπως κυνικό αλλά παρεμπιπτόντως όμορφο. Αν πούμε ότι δεν είχες ξυπνήσει ποτέ, τι θα είχε γίνει;

-          Σόφι, μου φαίνεται ότι πάντα θα ξυπνάω πριν την κρίσιμη στιγμή. Αλλά θα σε φιλούσα σίγουρα.


«Σιωπή»


-          Ντάνιελ, όλοι οι άνθρωποι, αυτοί που έχουν κάποιο ενδιαφέρον τουλάχιστον, ψάχνουν εκείνον που θα περάσει τα δάχτυλά του στις πληγές τους, κάποιον να διαβάσει την ιστορία τους, τις αόρατες ουλές τους. Όχι για να τους γιατρέψει, αυτά που τους σημαδεύουν δε γιατρεύονται ποτέ. Απλά να τους δεχτεί. Ο πιο εύκολος τρόπος για ν’ αγαπήσεις τον εαυτό σου είναι όταν πρώτα τον αγαπάει κάποιος άλλος. Κάποιοι θαρραλέοι το καταφέρνουν μόνοι τους. Εσύ, Ντάνιελ, είσαι θαρραλέος;

-          Είναι μακρύς ο δρόμος του να γνωρίσεις έναν άλλον άνθρωπο, Σόφι. Τόσο μακρύς που όταν τον χάνεις, δεν μπορείς ποτέ να γυρίσεις πίσω. Είναι αυτό θάρρος ή τρέλα; Δεν ξέρω τι να σου πω. Κάποιες φορές κοιτάζω στον καθρέφτη και έχω την αίσθηση ότι δε δείχνει όλα μου τα κομμάτια. Οπότε μπορεί ο δρόμος να είναι αναπόφευκτος, να καταργεί το νόημα του ερωτήματος. Και αν μην τι άλλο, αφού περνάει από εδώ, δεν είναι και τόσο άσχημος, τι λες;

-          Λέω πώς ίσως και να με φλερτάρεις.


«Σιωπή»


-          Ντάνιελ; Τι ήθελες να γίνεις όταν μεγαλώσεις;

-          Αλίμονο, προσπαθώ να το ξεχάσω και δεν μπορώ. Μη γελάσεις, αλλά όπως και τόσοι άλλοι, ήθελα να γίνω κάτι που θ’ αλλάξει τον κόσμο. Δεν είχε και τόση σημασία το τι ακριβώς, αρκεί να είχα ένα αντίκτυπο.

-          Τα κατάφερες;

-          Αν πρέπει να με ρωτήσεις, μάλλον όχι. Αλλά νομίζω πως αυτό που πραγματικά ήθελα εν τέλει το κατάφερα. Ήθελα απλά ν’ αλλάξω τον δικό μου κόσμο. Εσύ;

-          Εγώ ήθελα να γίνω πουλί, να μάθω να πετάω, μακριά. Βλέπεις, όταν ήμουν παιδί βιαζόμουν να μεγαλώσω, βιαζόμουν να φύγω.

-          Έμαθες τελικά να πετάς;

-          Έμαθα να φεύγω… Ρώτησέ με τι θέλω να κάνω όταν μεγαλώσω.

-          Οκ. Τι θέλεις να κάνεις όταν μεγαλώσεις, Σόφι;

-          Νομίζω πως θέλω να μάθω πώς να μένω. Θα ήθελα να μείνω επιτέλους για λίγο.

-          Ω ναι, σίγουρα θα σ’ ερωτευτώ, Σόφι.


«Σιωπή»


-          Είναι κρίμα.

-          Ποιο πράγμα, Ντάνιελ;

-          Στιγμές όπως αυτήν, εύχομαι να ήμουν καλλιτέχνης. Να μπορούσα να ζωγραφίσω, να τραγουδήσω, δεν ξέρω, κάτι που θα μου επέτρεπε να εκφράσω το ανέκφραστο, να περάσω το όριο που βάζουν οι λέξεις στο πώς βιώνουμε τη ζωή.

-          Καταλαβαίνω. Ακόμα και έτσι όμως, πάλι κάτι θα έμενε πέρα από τη δυνατότητά μας να το αδράξουμε, να το επικοινωνήσουμε. Σκέφτομαι καμιά φορά πως η απάντηση βρίσκεται στον έρωτα, στο σεξ. Αυτό το σωματικό που σου επιτρέπει να εκφράσεις τα πάντα, μια εκστατική κραυγή που είναι σαν τη φωνή της ίδιας της ζωής, χαρούμενη, άγρια, οδυνηρή, αρχέγονη, υπερβατική.

-          Ίσως ναι. Απλά Σόφι, πάντα έτρεφα μια ανησυχία για τον έρωτα. Είναι σαν ένας μεγάλος τζόγος. Ή θα κρατήσεις τον άλλον άνθρωπο στην ολότητά του ή θα τον χάσεις τελείως, χαμένος, απομονωμένος στην ιδιωτική σου, απροσπέλαστη ηδονή.

-          Ω, μα δεν είναι κάθε ερωτική ιστορία ένα μαγευτικό ρίσκο ούτως ή άλλως; Όλες οι ερωτικές ιστορίες μπορεί να έχουν μία από δύο εκβάσεις.

-          Οι οποίες είναι;

-          Είτε θα γεράσεις με τον άλλον είτε θα χωρίσεις. Σύντομα ή αργά, είναι αναπόφευκτο.

-          Πολύ πραγματιστικό εκ μέρους σου, Σόφι.

-          Μπορεί. Αλλά μόνο για την κατάληξη. Όλο το ενδιάμεσο, με τις αναρίθμητες παραλλαγές, είναι ένα διαβολεμένα γοητευτικό χάος. Μπορεί να γεράσεις με τις μεταμέλειες παρέα. Μπορεί να χωρίσετε σαν πυροτέχνημα που η αναλαμπή αφήνει το αποτύπωμα στα μάτια σου για χρόνια. Μπορείς να πεις ότι διατηρώ και κάποιον ρομαντισμό, τι λες;

-          Μου αρέσουν οι ρομαντικοί άνθρωποι αν και τους φοβάμαι. Φοβάμαι να συνειδητοποιήσω ότι υπάρχει τρόπος να χάνεις την αγνότητά σου αλλά να διατηρείς την αθωότητά σου.

-          Εσύ Ντάνιελ, είσαι ρομαντικός;

-          Αλίμονο, εγώ… Εγώ είμαι παντρεμένος. Έχω δύο παιδιά. Κάποτε μπορεί να με αποκαλούσες έτσι αλλά… Τώρα θα με αποκαλούσα θύμα του χρόνου. Αυτόχειρας δια συμβιβασμού.

-          Α…

-          Εσύ Σόφι, είσαι ελεύθερη;

-          Εγώ περιμένω. Δεν ξέρω αν είμαι ελεύθερη. Πρέπει πάντα ν’ αγαπάς κάποιον. Ή κάτι. Μια ιδέα, μια ανάμνηση, μια προσμονή. Ντάνιελ;

-          Ναι;

-          Ξημέρωσε σχεδόν. Θα πρέπει να πάρουμε μια απόφαση.

-          Σόφι. Όλες οι σπουδαίες αποφάσεις παίρνονται ερήμην μας. Το μόνο που απομένει είναι το θάρρος να τις αποδεχτούμε.


«Σιωπή»

Σάββατο 6 Ιουνίου 2020

Θυμάσαι σύντροφε


Τόσα χρόνια στον πόλεμο, σύντροφε, χάσαμε κάτι. Δεν το καταλάβαμε παρά μόνο όταν μετά από καιρό βρήκαμε ένα ζεστό σπίτι με μαγειρικές ευωδιές και αναμμένο το τζάκι και η γυναίκα και τα παιδιά δε μας αναγνώρισαν. Τόσα χρόνια πολεμώντας, χάσαμε την αθωότητά μας, βλέποντας ανθρώπους να σφάζουν ο ένας τον άλλον ξανά και ξανά και ν’ απομακρύνονται από τα αιμόφυρτα θύματα αδιάφοροι, καθαγιασμένοι από το πνεύμα των καιρών. Απωλέσαμε την πίστη μας ότι τα χέρια τα φονικά ήταν προορισμένα και για χάδι, καθώς τα πτώματα εγείρονταν, ζητώντας και αυτά με τη σειρά τους αίμα και εκδίκηση.
Ζήσαμε την Αποκάλυψη, σύντροφε, και καπνίζαμε συλλογισμένοι ενώ καθαρίζαμε τις κηλίδες από τα όπλα μας. Θα τα ξαναχρησιμοποιούσαμε, το γνωρίζαμε. Ίσως να ήταν μια φιλεύσπλαχνη πράξη προς την ανθρωπότητα που τα στρέφαμε ενίοτε προς το μέρος μας και τραβούσαμε τη σκανδάλη, επιβιώνοντας κάθε φορά, κάπως λιγότεροι, κάπως παραμορφωμένοι αλλά ακόμα ζωντανοί. Να ‘μασταν άραγε καταραμένοι ή επιφορτισμένοι με μια μεγάλη ευθύνη που θα μας κρατούσε ζωντανούς μέχρι να επιτελέσουμε το έργο μας;
Γίναμε μάρτυρες ανείπωτης φρίκης, σύντροφε, εκεί στα πεδία των μαχών, αντικρίσαμε πόνο που κανείς δε θα έπρεπε να δει. Ύστερα σκοτώναμε το πρόσωπο του θεού στα πρόσωπα των ανθρώπων, δολοφονώντας μέσα μας το μικρό κομμάτι του παραδείσου για να μη μας τσιγκλάει τη συνείδηση στην πορεία μας προς την κόλαση. Και απέμενε μόνο ένα ταπεινό, μυρωδάτο γιασεμί που φύτρωνε πίσω από τη σκηνή σε μια χούφτα καστανόχωμα. Το είχαμε φέρει από την πατρίδα και ας μας έλεγαν ότι μια φέτα ψωμί θ’ άξιζε περισσότερο το χώρο στο σάκο· αρκούσε που χορταίναμε τα πρωινά με άνοιξη και νοσταλγία. Και αυτό γρήγορα χάθηκε, το πάτησε κάποτε η μπότα ενός λοχαγού και αντί για συγγνώμη μας τιμώρησε που του γεμίσαμε το παπούτσι ποίηση.
 Τις νύχτες γυρίζαμε την πλάτη στις λάμψεις από τους μακρινούς βομβαρδισμούς κοιτώντας τις άλλες, αλαργινές λάμψεις της πολιτείας με τα ανέμελα παιδιά, τους ανυποψίαστους ανθρώπους, τα νεαρά ζευγάρια. Μέσα στο θαυμασμό και τη ζήλια αναρωτιόμασταν πώς μπορούσαν και ζούσαν τόσο αμέριμνα. Και αμέσως πλάι στις πληγές πονούσε και η συνείδησή μας, γιατί ξέραμε ότι κάποτε, όταν έρθει η ώρα τους, θα ερχόντουσαν και αυτοί εδώ, ν’ αφανιστούν με τη σειρά τους σε κάποιο ναρκοπέδιο.
Θυμάσαι, σύντροφε, το κρύο που υποφέραμε, έπειτα από κάθε αψιμαχία; Οι τελευταίες ανάσες των στρατιωτών έβγαιναν παγωμένες και καθώς φαινόταν το χνώτο στο κρύο αγέρι, τρέμαμε πως ξεφεύγει και από μας λίγη ψυχή. Μαζευόμασταν γύρω από τις καύτρες των τσιγάρων για να ζεσταθούμε και η αγωνία μήπως δεν ξανανιώσουμε ζεστασιά μας θέριζε αλύπητα. 
Θυμάσαι, σύντροφε, την Αριάδνη; Εκείνο το ξανθό, αθώο κορίτσι με τη γαλάζια κορδέλα στα μαλλιά και το γιασεμί στο χέρι; Είχαμε βρει τη φωτογραφία της στα πράγματα εκείνου του παλικαριού που χάθηκε νωρίς, ανάμεσα σε γράμματα ταλαιπωρημένα που ρωτούσαν με αγωνία «Πότε θα γυρίσεις; Πότε θα γυρίσεις;» και για να μην πληγωθεί το χαμόγελο εκείνο πιάσαμε να γράφουμε εμείς στη θέση του νεκρού. «Αγάπη μου» έγραφε «Άλλαξαν τα γράμματά σου» και βυθιστήκαμε πιο βαθιά στο ψέμα, για το νεκρό, για εκείνη, για μας. «Πληγώθηκα στη μάχη» λέγαμε «και τα δίνω στο σύντροφο να τα γράψει» και λυπημένη απαντούσε «Δεν πειράζει αγάπη μου, θα μ’ αγκαλιάζεις με τα μάτια, το στόμα, δεν πειράζει, η καρδιά σου να είναι αλώβητη» χωρίς να ξέρει ότι η καρδιά αυτή δε χτυπούσε πλέον.
Κάποτε, σ’ ένα από τα γράμματά της, μας έστειλε την κορδέλα της. Από τότε δεν είχα κουράγιο να της γράφω. Το άφησα σε σένα. «Αγάπη μου, άλλαξαν πάλι τα γράμματά σου, τι συνέβη;». «Χάθηκε σε μια ενέδρα ο σύντροφος που τα έγραφε, τα λέω σ’ έναν άλλο» απάντησες κρατώντας σφιχτά την κορδέλα της με τ’ άγια, καθαρά σου χέρια.
Θυμάσαι, σύντροφε, τον όρκο που σου έδωσα ένα βράδυ πλάι στη φωτιά; Αυτά τα χέρια θα τα κρατούσα ασφαλή. Από τότε, έμπαινα πάντα μπροστά σου στις εφορμήσεις, σε κρατούσα πάντα λίγο πιο πίσω και δε σ’ άφηνα παρά μόνο όταν τέλειωνε το θανατικό. Δεν ήθελα να γράφεις γράμματα με ματωμένα χέρια. Και όταν πέρασαν τα χρόνια και έπαψε το κορίτσι να μας γράφει, συνέχισα να πολεμώ για τα χέρια αυτά, από συνήθεια ή ανάγκη, δεν έχει σημασία. Πρέπει να παλεύουμε για κάτι για να μην τρελαθούμε. Όσο έμενες ζωντανός, χαιρόμουν ότι τουλάχιστον κατορθώσαμε αυτό στη ζωή μας.
Με πονάν οι πληγές μου, σύντροφε, δε μ’ αφήνουν ήσυχο τα σημάδια από τα παλιά τραύματα. Τι τα θες που δε σταματώ να τις ανασκαλεύω. Μέσα στις βρωμιές και τις κακουχίες μολύνθηκαν, φαίνεται, γι’ αυτό και καίγεται το αίμα μου. Πού να βρεθεί εκεί στα χαρακώματα ένας γιατρός να μας περιθάλψει. Τις δέσαμε, όπως όπως, μην αδικοχαθούμε από αιμορραγία και ίσα που καθυστερήσαμε το αναπόφευκτο. Και τις ξύνω, τις ανοίγω με τα νύχια μου και αφήνω το αίμα να τρέχει μήπως και φύγει λίγο από το δηλητήριο, για να νιώθω πως είμαι ακόμα ζωντανός, για να νιώθω ακόμα τα χέρια και τα πόδια μου.
Πόσα χρόνια πολεμάμε τώρα πια, σύντροφε; Δεν μπορώ να θυμηθώ πλέον μια εποχή που να γνωρίσαμε ανάπαυλα και ασφάλεια, μια εποχή που ν’ αφήσαμε τα όπλα και να οργώσαμε το χώμα, μια εποχή που ν’ αφήσαμε το θάνατο και να γεμίσαμε με λίγη ζωή. Ξέρω, το λέγαμε συνεχώς να μη γονατίζουμε από την εξάντληση γιατί δε θα μπορούσαμε ξανά να σηκωθούμε. Αλλά κουράστηκα να μάχομαι για την ανθρωπιά μας και αυτή να ξοδεύεται ολοένα και από λίγο κάθε μέρα της εκστρατείας.
Ζηλεύω τους άλλους τους συντρόφους, εκείνους που μας τρόμαζαν πάντα, αυτούς που γεύτηκαν αίμα και ξύπνησε μέσα τους εκείνη τη βάρβαρη, κανιβαλιστική δίψα, εκείνους που απολαμβάνουν τον πόλεμο και το θανατικό. Πόσο γαληνεμένοι μοιάζουν μέσα στον πυρετό τους, καθώς γυαλίζουν ευλαβικά τα όπλα τους κάθε βράδυ πριν τη σκοπιά και χαϊδεύουν με μια περήφανη τρυφερότητα τις χαρακιές στο όπλο τους, σα να μη μετρούσαν ανθρώπινες ψυχές μα εκλεκτό κυνήγι. Και εμείς βάζαμε σημάδια, σύντροφε, μα τα μετρούσαμε κάθε βράδυ αντί για προσευχή για να μην ξεχάσουμε ποτέ για το τι θα λογοδοτήσουμε κάποτε στο Θεό.
Εδώ πάνω, σύντροφε, ξεχάσαμε και τι θα πει έρωτας. Μόνο καμιά φορά η μουσική μας θύμιζε τι θα πει γυναίκα και χάδι και κάναμε για λίγο πως δεν ακούγαμε τις κραυγές των πεσόντων λίγο πέρα από τη σκηνή. Και δακρύζαμε πικρά γιατί οι κραυγές αυτές πότισαν το μεδούλι μας και μας χάλασαν -και αρχίζω να φοβάμαι ότι θα μας μείνει ρετσινιά αυτός ο θάνατος. Πώς να ερωτευτούμε έναν έρωτα ανθρώπινο με αυτούς τους ήχους που αντηχούν πλάι στο γέλιο της αγαπημένης; Όλα τ’ ανθρώπινα τα διέφθειρε, σύντροφε, ο ανθρώπινος ο πόλεμος.

 Η φωτογραφία είναι από τη μάχη του Verdun, 1916