Σάββατο 6 Ιουνίου 2020

Θυμάσαι σύντροφε


Τόσα χρόνια στον πόλεμο, σύντροφε, χάσαμε κάτι. Δεν το καταλάβαμε παρά μόνο όταν μετά από καιρό βρήκαμε ένα ζεστό σπίτι με μαγειρικές ευωδιές και αναμμένο το τζάκι και η γυναίκα και τα παιδιά δε μας αναγνώρισαν. Τόσα χρόνια πολεμώντας, χάσαμε την αθωότητά μας, βλέποντας ανθρώπους να σφάζουν ο ένας τον άλλον ξανά και ξανά και ν’ απομακρύνονται από τα αιμόφυρτα θύματα αδιάφοροι, καθαγιασμένοι από το πνεύμα των καιρών. Απωλέσαμε την πίστη μας ότι τα χέρια τα φονικά ήταν προορισμένα και για χάδι, καθώς τα πτώματα εγείρονταν, ζητώντας και αυτά με τη σειρά τους αίμα και εκδίκηση.
Ζήσαμε την Αποκάλυψη, σύντροφε, και καπνίζαμε συλλογισμένοι ενώ καθαρίζαμε τις κηλίδες από τα όπλα μας. Θα τα ξαναχρησιμοποιούσαμε, το γνωρίζαμε. Ίσως να ήταν μια φιλεύσπλαχνη πράξη προς την ανθρωπότητα που τα στρέφαμε ενίοτε προς το μέρος μας και τραβούσαμε τη σκανδάλη, επιβιώνοντας κάθε φορά, κάπως λιγότεροι, κάπως παραμορφωμένοι αλλά ακόμα ζωντανοί. Να ‘μασταν άραγε καταραμένοι ή επιφορτισμένοι με μια μεγάλη ευθύνη που θα μας κρατούσε ζωντανούς μέχρι να επιτελέσουμε το έργο μας;
Γίναμε μάρτυρες ανείπωτης φρίκης, σύντροφε, εκεί στα πεδία των μαχών, αντικρίσαμε πόνο που κανείς δε θα έπρεπε να δει. Ύστερα σκοτώναμε το πρόσωπο του θεού στα πρόσωπα των ανθρώπων, δολοφονώντας μέσα μας το μικρό κομμάτι του παραδείσου για να μη μας τσιγκλάει τη συνείδηση στην πορεία μας προς την κόλαση. Και απέμενε μόνο ένα ταπεινό, μυρωδάτο γιασεμί που φύτρωνε πίσω από τη σκηνή σε μια χούφτα καστανόχωμα. Το είχαμε φέρει από την πατρίδα και ας μας έλεγαν ότι μια φέτα ψωμί θ’ άξιζε περισσότερο το χώρο στο σάκο· αρκούσε που χορταίναμε τα πρωινά με άνοιξη και νοσταλγία. Και αυτό γρήγορα χάθηκε, το πάτησε κάποτε η μπότα ενός λοχαγού και αντί για συγγνώμη μας τιμώρησε που του γεμίσαμε το παπούτσι ποίηση.
 Τις νύχτες γυρίζαμε την πλάτη στις λάμψεις από τους μακρινούς βομβαρδισμούς κοιτώντας τις άλλες, αλαργινές λάμψεις της πολιτείας με τα ανέμελα παιδιά, τους ανυποψίαστους ανθρώπους, τα νεαρά ζευγάρια. Μέσα στο θαυμασμό και τη ζήλια αναρωτιόμασταν πώς μπορούσαν και ζούσαν τόσο αμέριμνα. Και αμέσως πλάι στις πληγές πονούσε και η συνείδησή μας, γιατί ξέραμε ότι κάποτε, όταν έρθει η ώρα τους, θα ερχόντουσαν και αυτοί εδώ, ν’ αφανιστούν με τη σειρά τους σε κάποιο ναρκοπέδιο.
Θυμάσαι, σύντροφε, το κρύο που υποφέραμε, έπειτα από κάθε αψιμαχία; Οι τελευταίες ανάσες των στρατιωτών έβγαιναν παγωμένες και καθώς φαινόταν το χνώτο στο κρύο αγέρι, τρέμαμε πως ξεφεύγει και από μας λίγη ψυχή. Μαζευόμασταν γύρω από τις καύτρες των τσιγάρων για να ζεσταθούμε και η αγωνία μήπως δεν ξανανιώσουμε ζεστασιά μας θέριζε αλύπητα. 
Θυμάσαι, σύντροφε, την Αριάδνη; Εκείνο το ξανθό, αθώο κορίτσι με τη γαλάζια κορδέλα στα μαλλιά και το γιασεμί στο χέρι; Είχαμε βρει τη φωτογραφία της στα πράγματα εκείνου του παλικαριού που χάθηκε νωρίς, ανάμεσα σε γράμματα ταλαιπωρημένα που ρωτούσαν με αγωνία «Πότε θα γυρίσεις; Πότε θα γυρίσεις;» και για να μην πληγωθεί το χαμόγελο εκείνο πιάσαμε να γράφουμε εμείς στη θέση του νεκρού. «Αγάπη μου» έγραφε «Άλλαξαν τα γράμματά σου» και βυθιστήκαμε πιο βαθιά στο ψέμα, για το νεκρό, για εκείνη, για μας. «Πληγώθηκα στη μάχη» λέγαμε «και τα δίνω στο σύντροφο να τα γράψει» και λυπημένη απαντούσε «Δεν πειράζει αγάπη μου, θα μ’ αγκαλιάζεις με τα μάτια, το στόμα, δεν πειράζει, η καρδιά σου να είναι αλώβητη» χωρίς να ξέρει ότι η καρδιά αυτή δε χτυπούσε πλέον.
Κάποτε, σ’ ένα από τα γράμματά της, μας έστειλε την κορδέλα της. Από τότε δεν είχα κουράγιο να της γράφω. Το άφησα σε σένα. «Αγάπη μου, άλλαξαν πάλι τα γράμματά σου, τι συνέβη;». «Χάθηκε σε μια ενέδρα ο σύντροφος που τα έγραφε, τα λέω σ’ έναν άλλο» απάντησες κρατώντας σφιχτά την κορδέλα της με τ’ άγια, καθαρά σου χέρια.
Θυμάσαι, σύντροφε, τον όρκο που σου έδωσα ένα βράδυ πλάι στη φωτιά; Αυτά τα χέρια θα τα κρατούσα ασφαλή. Από τότε, έμπαινα πάντα μπροστά σου στις εφορμήσεις, σε κρατούσα πάντα λίγο πιο πίσω και δε σ’ άφηνα παρά μόνο όταν τέλειωνε το θανατικό. Δεν ήθελα να γράφεις γράμματα με ματωμένα χέρια. Και όταν πέρασαν τα χρόνια και έπαψε το κορίτσι να μας γράφει, συνέχισα να πολεμώ για τα χέρια αυτά, από συνήθεια ή ανάγκη, δεν έχει σημασία. Πρέπει να παλεύουμε για κάτι για να μην τρελαθούμε. Όσο έμενες ζωντανός, χαιρόμουν ότι τουλάχιστον κατορθώσαμε αυτό στη ζωή μας.
Με πονάν οι πληγές μου, σύντροφε, δε μ’ αφήνουν ήσυχο τα σημάδια από τα παλιά τραύματα. Τι τα θες που δε σταματώ να τις ανασκαλεύω. Μέσα στις βρωμιές και τις κακουχίες μολύνθηκαν, φαίνεται, γι’ αυτό και καίγεται το αίμα μου. Πού να βρεθεί εκεί στα χαρακώματα ένας γιατρός να μας περιθάλψει. Τις δέσαμε, όπως όπως, μην αδικοχαθούμε από αιμορραγία και ίσα που καθυστερήσαμε το αναπόφευκτο. Και τις ξύνω, τις ανοίγω με τα νύχια μου και αφήνω το αίμα να τρέχει μήπως και φύγει λίγο από το δηλητήριο, για να νιώθω πως είμαι ακόμα ζωντανός, για να νιώθω ακόμα τα χέρια και τα πόδια μου.
Πόσα χρόνια πολεμάμε τώρα πια, σύντροφε; Δεν μπορώ να θυμηθώ πλέον μια εποχή που να γνωρίσαμε ανάπαυλα και ασφάλεια, μια εποχή που ν’ αφήσαμε τα όπλα και να οργώσαμε το χώμα, μια εποχή που ν’ αφήσαμε το θάνατο και να γεμίσαμε με λίγη ζωή. Ξέρω, το λέγαμε συνεχώς να μη γονατίζουμε από την εξάντληση γιατί δε θα μπορούσαμε ξανά να σηκωθούμε. Αλλά κουράστηκα να μάχομαι για την ανθρωπιά μας και αυτή να ξοδεύεται ολοένα και από λίγο κάθε μέρα της εκστρατείας.
Ζηλεύω τους άλλους τους συντρόφους, εκείνους που μας τρόμαζαν πάντα, αυτούς που γεύτηκαν αίμα και ξύπνησε μέσα τους εκείνη τη βάρβαρη, κανιβαλιστική δίψα, εκείνους που απολαμβάνουν τον πόλεμο και το θανατικό. Πόσο γαληνεμένοι μοιάζουν μέσα στον πυρετό τους, καθώς γυαλίζουν ευλαβικά τα όπλα τους κάθε βράδυ πριν τη σκοπιά και χαϊδεύουν με μια περήφανη τρυφερότητα τις χαρακιές στο όπλο τους, σα να μη μετρούσαν ανθρώπινες ψυχές μα εκλεκτό κυνήγι. Και εμείς βάζαμε σημάδια, σύντροφε, μα τα μετρούσαμε κάθε βράδυ αντί για προσευχή για να μην ξεχάσουμε ποτέ για το τι θα λογοδοτήσουμε κάποτε στο Θεό.
Εδώ πάνω, σύντροφε, ξεχάσαμε και τι θα πει έρωτας. Μόνο καμιά φορά η μουσική μας θύμιζε τι θα πει γυναίκα και χάδι και κάναμε για λίγο πως δεν ακούγαμε τις κραυγές των πεσόντων λίγο πέρα από τη σκηνή. Και δακρύζαμε πικρά γιατί οι κραυγές αυτές πότισαν το μεδούλι μας και μας χάλασαν -και αρχίζω να φοβάμαι ότι θα μας μείνει ρετσινιά αυτός ο θάνατος. Πώς να ερωτευτούμε έναν έρωτα ανθρώπινο με αυτούς τους ήχους που αντηχούν πλάι στο γέλιο της αγαπημένης; Όλα τ’ ανθρώπινα τα διέφθειρε, σύντροφε, ο ανθρώπινος ο πόλεμος.

 Η φωτογραφία είναι από τη μάχη του Verdun, 1916