Παρασκευή 10 Μαΐου 2019

Ένας χωρισμός



Ένας άντρας και μια γυναίκα στέκονται σιωπηλοί μέσα σ’ ένα δωμάτιο. Σκοτάδι. Μονάχα ένα κερί καίει ανάμεσά τους.

Ο άντρας στέκεται μόνος του, καθισμένος σε μια καφετέρια. Στο απέναντι τραπέζι κάθεται μια όμορφη κοπέλα. Κοιτάζονται και χαμογελάει ο ένας στον άλλο. Ο άντρας, σα να θυμήθηκε κάτι ξαφνικά, αποστρέφει το βλέμμα και κοιτάζει έξω σκεπτικός. Μιλώντας στον εαυτό του, λέει σιγά «Δεν έχουμε άλλο χρόνο».

-Κοίταξέ με, λέει ο άντρας. Δεν έχω λόγια να σου πω. Ό,τι και αν ξεστομίσω πια θα είναι ψέμματα, ψέμματα που όμως κάποτε πίστεψα σαν τις πιο μεγάλες αλήθειες, σαν το Θεό και τον έρωτα της παιδικής μας ηλικίας.
Μέχρι να σβήσει το κερί, θα σ’ έχω σκοτώσει, ποτέ ξανά δε θα είσαι η ίδια. Και τι θ’ απομείνει χρόνια μετά από το έγκλημα αυτό; Μια θολή ανάμνηση, ένα παγωμένο στο χρόνο στιγμιότυπο, δυο τρεις φωτογραφίες κρυμμένες σ’ ένα παλιό κουτί, τακτοποιημένο με φροντίδα κάπου μακριά από το άγγιγμα των μελλοντικών συντρόφων.
Μέχρι να μας τυλίξει το σκοτάδι, θα έχουν τελειώσει όλα γιατί ακόμα και οι μεγάλοι έρωτες πρέπει κάποτε να τελειώσουν. Χωρίζουμε.

Η γυναίκα στάθηκε αμίλητη, καθισμένη στην καρέκλα με το βλέμμα κάπου μακριά ριγμένο.

Ο άντρας και η γυναίκα στέκονται σε μια πλατεία και φιλιούνται για πρώτη φορά. Κοιτάζονται στα μάτια και λένε ταυτόχρονα χαμογελώντας «Έχουμε όλο το χρόνο του κόσμου».

-Κοίταξέ με, λέει η γυναίκα. Έχω πολλά να σου πω, μα πια δε θέλω. Σ’ αγάπησα όπως μόνο τα παραμύθια μπορεί κάποιος ν’ αγαπήσει. Και κοίτα, μη φοβάσαι, ήδη ο χρόνος έγινε παρελθοντικός. «Σ’ αγάπησα, σε μίσησα, κάποτε, τότε». Οι λέξεις γίνονται τόσο βαριές σ’ αυτόν το χρόνο. Μόνο αυτό το «χωρίζουμε» έμεινε εδώ, τώρα, σα μια διαδικασία που κρατάει για πάντα και ποτέ δεν τελειώνει, σαν να μη σταματάμε ποτέ ν’ απομακρυνόμαστε.
Μέχρι να σβήσει το κερί, θα έχω γίνει το φάντασμα που θα στοιχειώνει τις μεταμέλειές σου, το παράπονο που πάντα θα κρέμεται από τα γερασμένα σου χείλη.
Μέχρι να μας τυλίξει το σκοτάδι, θα έχεις γίνει η σκιά πίσω από τα χάδια ενός άλλου, μακρινού ακόμα συντρόφου. Ναι, χωρίζουμε γιατί και οι νεκροί πρέπει κάποτε ν’ αναπαυτούν.

Στο σπίτι τους, μια εύθυμη μουσική παίζει και η γυναίκα χορεύει ενώ ο άντρας, βαριεστημένος την κοιτάζει. Εκείνη τον πλησιάζει και με το ζόρι τον σηκώνει να χορέψει. Καθώς χορεύουν, η γυναίκα του λέει στο αυτί «Έχουμε ακόμα χρόνο» και συνεχίζουν το χορό.

Ο άντρας αλλάζει θέση, την πλησιάζει και αφήνει ένα δάκρυ να πέσει στην αγκαλιά της.

-Άκου, λέει ο άντρας. Τρεμοπαίζει η φλόγα του κεριού, δεν έμεινε πολύ ακόμα. Σύντομα θα λυτρωθούμε. Περίμενα καιρό, πότε θα ξεμείνω από υπομονή ή δικαιολογίες. Και τώρα που έφτασε η στιγμή, να που πάλι διστάζω. Το άρωμά σου ακόμα με τυλίγει τις νύχτες και η μικρή μας ρουτίνα, πόσο ιδανική φαντάζει τώρα που πεθαίνει. Τα χείλη σου, πόσο τραγικά όμορφα φαντάζουν ματωμένα. Τα μάτια σου τούτη τη στιγμή, δακρυσμένα, αντιφεγγίζουν αυτά που κάποτε ονειρευόμουν, ένα πορτραίτο μιας ένδοξης εποχής.
Είναι γλυκό το ψέμα που με παραπλανεί από παιδί. Ακόμα με καλεί, λαχταρά να με παρασύρει, λαχταρώ να του παραδοθώ και πάλι. Ίσως υπάρχει ακόμα μια στιγμή, κρυμμένη κάπου στην αγκαλιά σου, ένα μέρος να ξαναγεννηθούμε δίχως αναμνήσεις, παρά μονάχα μ’ έναν έρωτα που να μη θυμόμαστε που τον βρήκαμε και τι σημαίνει.

Είναι στο σπίτι και μαλώνουν. Ο άντρας τη βλέπει στο τέλος πόσο θλιμμένη είναι, την πλησιάζει, την κρατάει στην αγκαλιά του και της λέει «Έχουμε… Έχουμε ακόμα λίγο χρόνο».

Η γυναίκα σηκώνεται, φεύγει από κοντά του και πάει και στέκεται μπροστά από το ανοιχτό παράθυρο.

-Άκου, λέει η γυναίκα. Σε λίγο το σκοτάδι θα μας τυλίξει. Μόνο εκεί έξω έχει απομείνει πλέον φως. Και οι λυγμοί των δρόμων, ακούς; Θρηνούν για μας και μας καλούν, κάπου μακριά από εδώ. Ό,τι ειπώθηκε ποτέ πια δεν μπορείς να το πάρεις πίσω. Είναι γραμμένο με πύρινα γράμματα στα κατάστιχα του Θεού και του κόσμου. Ποτέ δεν μπορεί να ξεχαστεί και ας είναι τα χέρια σου δυο φωλιές που κρύβουν την ψυχή μου και τα χείλη σου μια ανάσα μακριά, γεμάτα λησμονιά και δηλητήριο.
Είναι γλυκό το ψέμα σου, το νιώθω να με καλεί με λόγια ηδονικά και ακαταμάχητα. Μα είμαι πια νεκρή και δεν μπορώ ν΄ακούσω παρά το τραχύ βουητό του ανέμου πάνω στα χώματα που σκεπάζουν τον κόσμο μου. Ας πούμε καληνύχτα για τελευταία φορά και ας χαθούμε σα σκιές μέσα στη νύχτα προτού να έρθει το πρωί.

Η γυναίκα μετά από καιρό στον κρεβάτι μ’ έναν άλλον άντρα. Είναι ξαπλωμένη στα πλάγια και ο άλλος άντρας κοιμάται δίπλα της, κρατώντας την αγκαλιά. Η γυναίκα κρατάει τα μάτια ανοιχτά, κοιτάζοντας συλλογισμένη το κενό και λέει σιγανά «Δεν έχουμε άλλο χρόνο»

Ένας άντρας και μια γυναίκα στέκονται σιωπηλοί μέσα σ’ ένα δωμάτιο. Το κερί που τους φώτιζε έχει πια σβήσει. Το σκοτάδι τους τυλίγει.

*Ο πίνακας είναι του W. Max Thomason με τίτλο "Drown"