Σάββατο 11 Ιουλίου 2020

Στιγμιότυπο




-          Έχεις σκεφτεί ποτέ ότι ίσως όταν πεθαίνουμε συνεχίζουμε να υπάρχουμε δίχως να το καταλαβαίνουμε; Περιφερόμαστε σαν ανάμνηση μέσα στον κόσμο, απλά οι υπόλοιποι δεν μπορούν να μας δουν, να μας αγγίξουν, να μας αγαπήσουν όπως πριν.

-          Δεν ξέρω, Ντάνιελ. Μου φαίνεται ότι κάποιοι άνθρωποι είναι νεκροί προτού καν πεθάνουν. Χθες, ας πούμε, ήταν ένας γέρος στο δρόμο, άστεγος, με απλωμένο το χέρι και δεν υπήρχε κανένας να του το αγγίξει, έστω και με τα νομίσματά του. Στάθηκα και του μίλησα. Είναι επικίνδυνο να πιστεύεις ότι ανασταίνεις ανθρώπους.

-          Για σένα, Σόφι, τι συμβαίνει στο τέλος;

-          Εγώ εύχομαι να υπάρχει μια συνέχεια, έστω αυτήν που λες. Είναι τόσοι εκείνοι που θα ήθελα να ξαναδώ. Αλλά νιώθω ότι το τέλος είναι απλά μια φυγή στη σιωπή. Μια μακρά, αδιατάρακτη σιωπή που κρατάει ίσως μονάχα τον απόηχο της τελευταίας μας στιγμής. Γι’ αυτό μου αρέσει να είμαι εδώ, πλάι στη θάλασσα όσο περισσότερο μπορώ. Τα κύματα πια μου θυμίζουν αιωνιότητα.

-          Έχεις αρχίσει να μου θυμίζεις αιωνιότητα, Σόφι. Βλέπεις, προσπαθώ να καταλάβω αν είμαστε μέρος μιας ερωτικής ιστορίας. Ένας άντρας και μια γυναίκα πλάι στη θάλασσα. Είναι επικίνδυνο ν’ ανασταίνεις νεκρούς όπως είπες.

-          Και αν δεν είναι; Αν ο άνδρας και η γυναίκα ανταλλάξουν λίγες κουβέντες και αποχωριστούν, ο καθένας επιστρέφοντας στην οικογένειά του, τα παιδιά του, θα ήταν απλά μια ιστορία; Ακόμα και αν ο χρόνος την έσβηνε εν τέλει;

-          Επιμένεις να πιστεύεις στο χρόνο, Σόφι; Σε αυτήν την απλή ιστορία, εγώ θα κατοικώ. Θα επανέρχομαι ξανά και ξανά και θα μας βρίσκω εδώ, όπως είμαστε τώρα και όπως θα ήμασταν, όλες οι προοπτικές σε μια αέναη γέννηση. Τι νόημα έχει αυτός ο ατίθασος χρόνος; Δεν ξέρω καν αν αξίζει να ονομάζεται έτσι. Ή θα σε ερωτευτώ ή θα σε ξεχάσω. Μεταξύ πάθους και λήθης, προτιμώ πάντα την πρώτη επιλογή.

-          Είσαι λοιπόν τυχοδιώκτης.

-          Πολέμιος του αδιάφορου θα έλεγα.

-          Γι’ αυτό μιλάμε για έρωτα και θάνατο και αιωνιότητα; Παραλείψαμε πολλά βήματα θαρρώ.

-          Υπάρχει καλύτερος τρόπος να γνωρίσεις έναν άλλον άνθρωπο; Πραγματικά να τον γνωρίσεις; Άλλωστε, για τι άλλο θα μπορούσαμε να μιλήσουμε;

-          Τις προάλλες είδα εδώ κάτι παιδιά να προσπαθούν να φτιάξουν ένα φράγμα από άμμο ενάντια στη θάλασσα. Όλη μέρα δούλευαν, είχαν βάλει και ένα ξύλο για ιστό σημαίας μέχρι που το απόγευμα η θάλασσα αγρίεψε και το παρέσυρε ολόκληρο. Το κοίταξαν για μια στιγμή, νηφάλια, λες και το ήξεραν εξ’ αρχής ότι θα συνέβαινε και έφυγαν χαρούμενα προς αναζήτηση κάποιου άλλου παιχνιδιού.

-          Αυτό τώρα τι σχέση έχει με τα υπόλοιπα;

-          Καμία ενδεχομένως, Ντάνιελ. Θέλω να σου μιλάω συνέχεια, αυτό είναι όλο. Φοβάμαι τη σιωπή. Στις αναμνήσεις συρρικνώνεται, κρατάει ελάχιστα. Αν περνούσαμε μια ολόκληρη μέρα στη σιωπή μαζί, μπορεί να ήμουν μια ευτυχής σύντροφος αλλά θα ήμουν το δίχως άλλο μια αξιοθρήνητη νοσταλγός. Θα είχα να θυμάμαι μια ολόκληρη μέρα ως μια χούφτα εικόνες.


«Σιωπή»


-          Νομίζω κάποτε, ήμουν ακόμα παιδί, είδα ένα όνειρο που έμοιαζε με αυτήν τη στιγμή. Ακούγεται αστείο αλλά ενδέχεται να είσαι η πρώτη μου ανάμνηση.

-          Και τι γινόταν σε αυτό το όνειρο;

-          Όχι πολλά είναι η αλήθεια. Ξύπνησα λίγο αφότου σε συνάντησα. Και ένιωσα μια θλίψη που δεν μπορούσα να την καταλάβω τότε.

-          Θα ξημερώσει σε λίγο. Ντάνιελ, έχεις ποτέ την αίσθηση όταν σε βρίσκει το ξημέρωμα μ’ έναν άλλον, ότι αυτός ο άνθρωπος γίνεται ονειρικός; Σαν η αϋπνία σου να διαμαρτύρεται, απαιτώντας ονειρική τροφή. Κάπως κυνικό αλλά παρεμπιπτόντως όμορφο. Αν πούμε ότι δεν είχες ξυπνήσει ποτέ, τι θα είχε γίνει;

-          Σόφι, μου φαίνεται ότι πάντα θα ξυπνάω πριν την κρίσιμη στιγμή. Αλλά θα σε φιλούσα σίγουρα.


«Σιωπή»


-          Ντάνιελ, όλοι οι άνθρωποι, αυτοί που έχουν κάποιο ενδιαφέρον τουλάχιστον, ψάχνουν εκείνον που θα περάσει τα δάχτυλά του στις πληγές τους, κάποιον να διαβάσει την ιστορία τους, τις αόρατες ουλές τους. Όχι για να τους γιατρέψει, αυτά που τους σημαδεύουν δε γιατρεύονται ποτέ. Απλά να τους δεχτεί. Ο πιο εύκολος τρόπος για ν’ αγαπήσεις τον εαυτό σου είναι όταν πρώτα τον αγαπάει κάποιος άλλος. Κάποιοι θαρραλέοι το καταφέρνουν μόνοι τους. Εσύ, Ντάνιελ, είσαι θαρραλέος;

-          Είναι μακρύς ο δρόμος του να γνωρίσεις έναν άλλον άνθρωπο, Σόφι. Τόσο μακρύς που όταν τον χάνεις, δεν μπορείς ποτέ να γυρίσεις πίσω. Είναι αυτό θάρρος ή τρέλα; Δεν ξέρω τι να σου πω. Κάποιες φορές κοιτάζω στον καθρέφτη και έχω την αίσθηση ότι δε δείχνει όλα μου τα κομμάτια. Οπότε μπορεί ο δρόμος να είναι αναπόφευκτος, να καταργεί το νόημα του ερωτήματος. Και αν μην τι άλλο, αφού περνάει από εδώ, δεν είναι και τόσο άσχημος, τι λες;

-          Λέω πώς ίσως και να με φλερτάρεις.


«Σιωπή»


-          Ντάνιελ; Τι ήθελες να γίνεις όταν μεγαλώσεις;

-          Αλίμονο, προσπαθώ να το ξεχάσω και δεν μπορώ. Μη γελάσεις, αλλά όπως και τόσοι άλλοι, ήθελα να γίνω κάτι που θ’ αλλάξει τον κόσμο. Δεν είχε και τόση σημασία το τι ακριβώς, αρκεί να είχα ένα αντίκτυπο.

-          Τα κατάφερες;

-          Αν πρέπει να με ρωτήσεις, μάλλον όχι. Αλλά νομίζω πως αυτό που πραγματικά ήθελα εν τέλει το κατάφερα. Ήθελα απλά ν’ αλλάξω τον δικό μου κόσμο. Εσύ;

-          Εγώ ήθελα να γίνω πουλί, να μάθω να πετάω, μακριά. Βλέπεις, όταν ήμουν παιδί βιαζόμουν να μεγαλώσω, βιαζόμουν να φύγω.

-          Έμαθες τελικά να πετάς;

-          Έμαθα να φεύγω… Ρώτησέ με τι θέλω να κάνω όταν μεγαλώσω.

-          Οκ. Τι θέλεις να κάνεις όταν μεγαλώσεις, Σόφι;

-          Νομίζω πως θέλω να μάθω πώς να μένω. Θα ήθελα να μείνω επιτέλους για λίγο.

-          Ω ναι, σίγουρα θα σ’ ερωτευτώ, Σόφι.


«Σιωπή»


-          Είναι κρίμα.

-          Ποιο πράγμα, Ντάνιελ;

-          Στιγμές όπως αυτήν, εύχομαι να ήμουν καλλιτέχνης. Να μπορούσα να ζωγραφίσω, να τραγουδήσω, δεν ξέρω, κάτι που θα μου επέτρεπε να εκφράσω το ανέκφραστο, να περάσω το όριο που βάζουν οι λέξεις στο πώς βιώνουμε τη ζωή.

-          Καταλαβαίνω. Ακόμα και έτσι όμως, πάλι κάτι θα έμενε πέρα από τη δυνατότητά μας να το αδράξουμε, να το επικοινωνήσουμε. Σκέφτομαι καμιά φορά πως η απάντηση βρίσκεται στον έρωτα, στο σεξ. Αυτό το σωματικό που σου επιτρέπει να εκφράσεις τα πάντα, μια εκστατική κραυγή που είναι σαν τη φωνή της ίδιας της ζωής, χαρούμενη, άγρια, οδυνηρή, αρχέγονη, υπερβατική.

-          Ίσως ναι. Απλά Σόφι, πάντα έτρεφα μια ανησυχία για τον έρωτα. Είναι σαν ένας μεγάλος τζόγος. Ή θα κρατήσεις τον άλλον άνθρωπο στην ολότητά του ή θα τον χάσεις τελείως, χαμένος, απομονωμένος στην ιδιωτική σου, απροσπέλαστη ηδονή.

-          Ω, μα δεν είναι κάθε ερωτική ιστορία ένα μαγευτικό ρίσκο ούτως ή άλλως; Όλες οι ερωτικές ιστορίες μπορεί να έχουν μία από δύο εκβάσεις.

-          Οι οποίες είναι;

-          Είτε θα γεράσεις με τον άλλον είτε θα χωρίσεις. Σύντομα ή αργά, είναι αναπόφευκτο.

-          Πολύ πραγματιστικό εκ μέρους σου, Σόφι.

-          Μπορεί. Αλλά μόνο για την κατάληξη. Όλο το ενδιάμεσο, με τις αναρίθμητες παραλλαγές, είναι ένα διαβολεμένα γοητευτικό χάος. Μπορεί να γεράσεις με τις μεταμέλειες παρέα. Μπορεί να χωρίσετε σαν πυροτέχνημα που η αναλαμπή αφήνει το αποτύπωμα στα μάτια σου για χρόνια. Μπορείς να πεις ότι διατηρώ και κάποιον ρομαντισμό, τι λες;

-          Μου αρέσουν οι ρομαντικοί άνθρωποι αν και τους φοβάμαι. Φοβάμαι να συνειδητοποιήσω ότι υπάρχει τρόπος να χάνεις την αγνότητά σου αλλά να διατηρείς την αθωότητά σου.

-          Εσύ Ντάνιελ, είσαι ρομαντικός;

-          Αλίμονο, εγώ… Εγώ είμαι παντρεμένος. Έχω δύο παιδιά. Κάποτε μπορεί να με αποκαλούσες έτσι αλλά… Τώρα θα με αποκαλούσα θύμα του χρόνου. Αυτόχειρας δια συμβιβασμού.

-          Α…

-          Εσύ Σόφι, είσαι ελεύθερη;

-          Εγώ περιμένω. Δεν ξέρω αν είμαι ελεύθερη. Πρέπει πάντα ν’ αγαπάς κάποιον. Ή κάτι. Μια ιδέα, μια ανάμνηση, μια προσμονή. Ντάνιελ;

-          Ναι;

-          Ξημέρωσε σχεδόν. Θα πρέπει να πάρουμε μια απόφαση.

-          Σόφι. Όλες οι σπουδαίες αποφάσεις παίρνονται ερήμην μας. Το μόνο που απομένει είναι το θάρρος να τις αποδεχτούμε.


«Σιωπή»