Σάββατο 13 Ιουλίου 2019

Κάποιος, κάπου, κάποτε


«2030. Έχεις οικογένεια, παιδιά, ένα σύζυγο, λεφτά και τυχαία περνάς από το συγκεκριμένο καρτοτηλέφωνο και σκέφτεσαι ότι εκείνος ο άντρας που του είπες όχι, ίσως να ήταν ο άντρας της ζωής σου. Άσε με ν’ αποδείξω ότι δεν είμαι ο άντρας της ζωής σου.»
Από την ταινία Φτηνά τσιγάρα



«Πρέπει να φύγω. Δε φταις εσύ. Δε φταίει κανένας στην πραγματικότητα. Αν είχαμε γνωριστεί κάποια άλλη στιγμή, ίσως να ήταν διαφορετικά τα πράγματα. Ξέρεις, απλά κακό timing» είπε σηκώνοντας τους ώμους. Του έσφιξε το χέρι και έφυγε μ’ ένα γλυκόπικρο χαμόγελο.
Ύστερα εκείνος απέμεινε μόνος με τα ερωτήματά του να τον βασανίζουν.
«Έχει ο έρωτας χρόνο;»
Πάνω από το ποτήρι πάσχιζε να δώσει μι’ απάντηση.
«Μα φυσικά» αναφώνησε σιωπηρά.
Ο έρωτας έχει μια στιγμή όπου διακυβεύεται καθ’ ολοκληρίαν, όπου τοποθετείται στο ζύγι και κρίνεται.
---
Το timing είναι η εκλογίκευση των δειλών και των εθελοτυφλούντων.
Είναι η άρνηση ενώπιον του διλήμματος του γκρεμού.
---
Δεν υπάρχουν περιστάσεις πέρα από τις συγκυρίες που μέσα από το χάος των ενδεχομένων τους έφεραν εδώ, σ’ αυτό το σημείο. Ο χρόνος, ο τόπος, έπαψαν όταν αγγίχτηκαν. Δεν υπήρχε άλλη πρόκληση, άλλη εχθρευόμενη δύναμη, άλλη αντιξοότητα πέρα από αυτήν που έφεραν οι ίδιοι.
Στο εδώ και τώρα, είχαν όλη την ευθύνη ν’ αποφασίσουν τη μοίρα τους. Και εκείνη μιλούσε για κάτι εξωτερικό, κάτι αόριστο και μακρινό.
Εκείνος αποχαιρετούσε ήδη παρελθόν, παρόν και αιωνιότητα, το ίδιο το δικαίωμα στη χρονικότητα.
«Εδώ και τώρα, αγαπημένη, αποφασίζουμε την τύχη μας» μονολογούσε πάνω από το ποτήρι.
«Εμείς καθαιρούμε θεό, συμβάσεις και χρόνο».
Εκείνη, καθαιρούσε στιγμή, πόθο και το ευγενές μετέωρο βήμα, ήσυχη, συμφιλιωμένη με το αγωνιώδες «τι θα γινόταν αν», γυρνώντας την πλάτη.

Ερωτικός συγχρονισμός έναντι ερωτικής ανοιχτότητας, με το ρίσκο να χαροπαλεύει μεταξύ τους. Το timing φτάνει μέχρι το σημείο της συνάντησης. Ύστερα, αναπαύεται εκπληρωμένο. Ύστερα, υπάρχει μονάχα το φοβάμαι, δεν αντέχω, δεν αξίζω, δε θέλω. Και το αφήγημα «Ένας άντρας κάπου, κάποτε, κάπως τον έλεγαν, δε θυμάμαι πια» πλανάται απειλητικά.