Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2014

Γιώργος Σύρρος "Περιμένοντας το ποδήλατο"


"Αφιερωμένο σ' αυτούς που πάμε να βρούμε δίχως να το γνωρίζουμε
και σ' αυτούς που δε σταματάνε να κοιτάζουνε το πλήθος"

Το "Περιμένοντας το ποδήλατο" είναι η πρώτη μου ποιητική συλλογή, η οποία εκδόθηκε τον Ιούνιο του 2014 στη Θεσσαλονίκη. Είναι ένα μικρό βιβλίο με ποιήματα που αποτυπώνουν μια ιδιαίτερη εποχή, μια εποχή παιδικότητας και αθωότητας, μοιρασμένης σε όνειρα, προσδοκίες και προβληματισμούς στη σκιά μιας αναπόδραστης ενηλικίωσης. Στο κατώφλι του μεγάλου μεταιχμίου είναι αφημένο ένα ποδήλατο και αυτή είναι η αποτίμηση των ταξιδιών του.

Γιώργος Σύρρος    

Περιεχόμενα
Ο αγώνας
Συμφωνία με το διάβολο
Αναμονή
Μεταποίηση
Από ένα όνειρο
Λύτρωση
Εδέμ
Περιμένοντας το ποδήλατο
Μπέντζαμιν Μπάτον
Μαρία
Απώλεια
Μαγικός χορός
Περιγραφή
Αντίδοτο
Παράδεισος και κόλαση
Νοσταλγικά χείλη
Ναυαγοί
Σαν όλους τους άλλους
Αρχή και τέλος
Μια ευχή
Αμφορέας
Υστεροφημία
Αερικό
Τα χέρια (bonus track)

Γιώργος Σύρρος "Περιμένοντας το ποδήλατο - Ο αγώνας"


Αγάπη μου,
μέσα στην καταιγίδα ανταλλάσαμε τα φιλιά μας
και ο έρωτάς μας είχε τη χάλκινη γεύση του αίματος και του αγριοκέρασου.
Αφηνόμουν έπειτα να ξαποστάσω στα λυτά σου μαλλιά
που είχαν πάντα την ευωδιά του ζεστού ψωμιού που κερδίζει κανείς με το μόχθο του.
Γιατί, αγάπη μου,
μόχθησα πολύ μέχρι να φτάσω εδώ,
μέσα από τρικυμίες σ’ εξωτικούς ωκεανούς
και ψηλά, απάτητα βουνά όπου οι λύκοι ουρλιάζουνε σαν άνθρωποι.
Ανταλλάξαμε τους όρκους μας μέσα σε μια διψασμένη έρημο,
ντυμένοι με κουρέλια κάτω από τ’ αστέρια,
νιώθοντας σαν τους πιο πλούσιους άρχοντες.
Τα παιδιά μας βγήκανε σημαδεμένα από τους αγώνες
και γι’ αυτό το λόγο, τόσο πιο όμορφα.
Θυμάσαι πώς αχνίζανε τα σώματά μας
στο πρώτο κρύο αγέρι του χειμώνα,
νοτισμένα όπως ήταν ακόμα από τις πένθιμες, φθινοπωρινές βροχές;
Κάναμε στ’ αστεία πώς ήμασταν καμωμένοι από φωτιά.
Αγάπη μου,
η ίδια φλόγα έκαιγε μέσα μας
και έφτανε ν’ αγκαλιάσουμε τον κόσμο για να ζεσταθεί.

Γιώργος Σύρρος "Περιμένοντας το ποδήλατο - Συμφωνία με το διάβολο"



Άφηνα το δαίμονα να μου τρώει την ψυχή.

Είχαμε κάνει,

προ αμνημονεύτων χρόνων,

μια εξαίρετη συμφωνία.

Για κάθε κομμάτι που μου παίρνει,

θα μου χαρίζει ένα τραγούδι.

Γιώργος Σύρρος "Περιμένοντας το ποδήλατο - Αναμονή"



Ήτανε φορές,
μπορεί να διάβαζα ή να κάπνιζα,
που δάκρυζα δίχως λόγο.
Δεν το καταλάβαινα παρά μόνο όταν νότιζε το τσιγάρο
και έχανε τη βαριά του γεύση.
Ένιωθα τότε σαν τις σιωπηλές εικόνες των αγίων
που ασάλευτες κλαίνε για τον κόσμο,
όταν μετά από τόσες χιλιάδες στόματα,
ακόμα δε βρέθηκαν τα χείλη να τις ζωντανέψουν.

Γιώργος Σύρρος "Περιμένοντας το ποδήλατο - Μεταποίηση"


Έμπαινε μέσα ο πόνος

και έβγαινε ομορφιά.

Αυτό ήμουν πάντα,

ένα εργοστάσιο μεταποίησης θλιβερών μαντάτων.

Γιώργος Σύρρος "Περιμένοντας το ποδήλατο - Από ένα όνειρο"



Στα όνειρά μου με περίμενε πάντοτε,
με τα χρυσαφένια της μαλλιά να χορεύουν στον άνεμο
σαν τους κυματισμούς της θάλασσας,
την υπέρλαμπρη πορφύρα των χειλιών της
σαν τα δάκρυα ενός μακρινού ήλιου,
έτοιμα να ξεπλύνουν κάθε πίκρα
και με το απέραντο, βαθύ γαλάζιο των ματιών της
ζωγραφισμένο με το χρώμα του δειλινού και του ωκεανού που χύνεται στην κόψη του απείρου.
Με υποδεχόταν κάθε φορά με το γέλιο της
που ήταν σαν το άκουσμα των τραγουδιών μέσα στους αιώνες,
και ύστερα διακρινόταν η λυγερή κορμοστασιά της
σαν ένα άγαλμα κάποιου πολιτισμού
χαμένου για πάντα στις μνήμες των γερασμένων παραμυθάδων.
Και όταν ερχόταν η αυγή,
κρατούσα ακόμα πάνω μου την αίσθηση της αγκαλιάς της
με ολάκερη την πολύτιμη ζεστασιά που έκρυβε μέσα της,
που τη φυλάνε σα θησαυρό του κόσμου οι ομορφιές.

Γιώργος Σύρρος "Περιμένοντας το ποδήλατο - Λύτρωση"


Μέσα στον κήπο της νύχτας
ένα χάρτινο άνθος γεννήθηκε
με νέκταρ καμωμένο από μελάνι.

Ο κόσμος σώθηκε και απόψε.

Γιώργος Σύρρος "Περιμένοντας το ποδήλατο - Εδέμ"


Όταν πεθάνω,
θα φύγω από τον κόσμο χαμογελώντας.
Οι φίλοι και οι συγγενείς θα λένε ότι ετοιμάζομαι για τον παράδεισο.
Μα εσύ μοναχά θα ξέρεις,
ότι ο παράδεισος δεν ήταν ποτέ προσδοκία και ελπίδα
παρά ανάμνηση και νοσταλγία
των ημερών που πέρασα στους παρθένους ωκεανούς των ματιών σου.

Γιώργος Σύρρος "Περιμένοντας το ποδήλατο - Περιμένοντας το ποδήλατο"


Ένα ποδήλατο περίμενα,
λευκό,
με γεμάτο το καλάθι μπροστά ηλιοτρόπια,
να μοιράζει στο πέρασμά του μικρά, κίτρινα πέταλα
όλο φως και καλοκαίρι.
Έτσι μου είχε υποσχεθεί παλιά ένα τραγούδι
και εγώ πάντα εμπιστευόμουν τα τραγούδια.

Γιώργος Σύρρος "Περιμένοντας το ποδήλατο - Μπέντζαμιν Μπάτον"


Έβλεπα την κάθε χαρά
σα μικρό παιδί που δεν έχει ζήσει ακόμα αρκετές

και την κάθε λύπη
σα γέρος άνθρωπος που έχει ζήσει πάρα πολλές.

Γιώργος Σύρρος "Περιμένοντας το ποδήλατο - Μαρία"


Εκείνη τη νύχτα πρέπει να ήμουνα νεκρός,
γιατί βρέθηκα στο μικρό παράδεισο
και την ανύποπτη κόλαση που είναι το σπίτι σου.
Πάντα ένιωθα σα να πέρναγα τις μαγικές πύλες ενός άλλου βασιλείου,
όποτε με δεχόσουν στο καταφύγιό σου.
Ήταν ένας άλλος κόσμος,
γεμάτος χρώμα και ζεστασιά.
Ένας τόπος προφητικά οικείος,
προορισμένος ν’ αγαπηθεί απ’ όποιον ποθούσε να ταξιδέψει στα υπέροχα μυστήρια της ζωής σου.

Όλα ήταν όπως τα θυμόμουν.
Οι λεπτές, κόκκινες κουρτίνες
στο χρώμα του αίματος και των φιλιών σου
να κρύβουν την ασχήμια του κόσμου
για να καλπάζει ανενόχλητη η ομορφιά σου μπροστά μου.

Ένας μεγάλος καμβάς το σπίτι σου που χορεύουν χρώματα και αναμνήσεις και μικρές, ιδιαίτερες στιγμές.
Ήθελα τόσο πολύ να είμαι και εγώ μια μικρή πινελιά κάπου εκεί χαμένη.

Το σπίτι σου είναι το κέντρο του σύμπαντός μου,
γύρω απ’ αυτό γυρίζω και σέρνω μαζί όλη μου τη ζωή.
Και ‘συ,
το μικρό κομμάτι φωτιάς που κρατάει τον κόσμο ζεστό και ανθισμένο.

Εκείνο το βράδυ,
στεκόσουν μπροστά από τα κεριά
και το φως τους έλουζε το πρόσωπό σου σα στοργικός σύντροφος.
Κοιτούσα έκπληκτος,
μαγεμένος,
την απεραντοσύνη του.
Κάθε μικρό του σημείο,
κάθε σκιά,
κάθε γωνία γινότανε ένα ολόκληρο ταξίδι.
Μια ζωή δε θα μου έφτανε
να γνωρίσω όλη την ομορφιά του προσώπου σου.

Και ύστερα,
τα χείλη σου.
Λαμπύριζαν στη χρυσαφένια λάμψη των κεριών
-πρέπει να ήμουν ο πρώτος που φονεύθηκε ποτέ από τη φλόγα ενός κεριού-
και η απαλότητα,
η τρυφερότητά τους ήταν σαν το πιο κοφτερό ξυράφι.
Το ήξερες,
ότι όταν φιλάς τα κονίσματα
κυλάνε δάκρυα στα άψυχα μάτια των αγίων;
Από τα χείλη σου, Μαρία,
γεννιούνται τα θαύματα.
Θυμάμαι,
σ’ ένα όνειρο,
είχανε γεύση από Απρίλη,
λησμονημένο παιδικό φως
και την αβάσταχη αρμύρα αναρίθμητων δακρύων.
Είναι ακόμα έτσι;

Ο χρόνος είχε παγώσει μέσα στο σπίτι σου,
μπόρεσε να ξεκλέψει δυο στιγμές να κοιμηθεί.
Είχε αφήσει τον κόσμο σε καλά χέρια απόψε.
Βυθιζόμουν τότε σε μια θάλασσα
όλο φως και ζέστη
και άφηνα τους κυματισμούς της φωνής σου να με παρασέρνουν.
Η καρδιά μου χτυπούσε σα τρελή,
τραγουδούσε σαν παιδί μπροστά στη μεγαλείωδη χάρη που μαρτυρούσαν οι ανελέητα καλυμμένες καμπύλες του στήθους σου,
του σμιλέμενου με φροντίδα από τους καιρούς και τους ανθρώπους.
Φοβόμουν τόσο πολύ μην την ακούσεις μέσα στην ατέρμονη σιωπή των βλεμμάτων μας.

Φοβόμουν όμως περισσότερο το άγγιγμά σου.
Αν με άγγιζες, Μαρία,
θα έσπαγα σε χιλιάδες μικρά κομμάτια και θα γινόμουνα τ’ αστέρια στον ουρανό σου.

Στην άκρη του σπιτιού
βρισκόταν το κρεβάτι σου.
Ήταν αρκετά μεγάλο για να χωράει τα όνειρα και των δύο.
Αλλά τώρα,
πλάγιαζες κάθε βράδυ με το παρελθόν σου και αυτό το έλεγες ζωή.
Ο ύπνος, Μαρία,
είναι ένας μικρός θάνατος
και κάθε που ξυπνάς αγκαλιά με το φόβο
πεθαίνεις και λίγο.
Είναι πολύ νωρίς ακόμα για να χαθείς από τον κόσμο αυτό.
Αν με κατάλαβες πάντως που το κοιτούσα,
μην τρομάξεις,
μη βιαστείς να με κρίνεις.
Αν πρόσεξες,
το χαμόγελό μου ήτανε γλυκό
και το βλέμμα μου βαρύ.
Ήτανε που έβλεπα με την άκρη του ματιού μου
δυο φωτεινές σκιές να ξαπλώνουνε μαζί
και με μια βουβή κραυγή έρωτα να γίνονται ένα,
μια υπέρλαμπρη, καυτή σπίθα που δεν καταλαγιάζει μέχρι να τρυπήσει τα σύννεφα.
Ο ουρανός φλέγεται
και πυρακτωμένος ξορκίζει το σκοτάδι στις εσχατιές του σύμπαντος.

Κοίτα πώς λάμπουν τώρα τα αδέρφια μας τα αστέρια
και η μάνα μας η σελήνη,
κοίτα,
δακρύζει από χαρά και υφαίνει αστρικά ποτάμια
να πίνουν προς τιμήν της αγκαλιάς μας οι περαστικοί κομήτες και να ξεδιψούν.
Βλέπεις, Μαρία,
πώς κρατούσαμε την τύχη του κόσμου στα μικρά μας χέρια;

Όταν σ’ έγδυνα,
όταν αφαιρούσα από πάνω σου τα νεκρά υφάσματα που τόσο ζηλόφθονα σε τυλίγανε,
η ομορφιά σου δεν είχε πια πού να κρυφτεί.
Λαμποκοπούσε ατίθαση σαν τον ήλιο,
και κάπως ντροπαλή σαν το φεγγάρι.
Ήταν σα να μετείχα σε μια αρχαία μυσταγωγία,
μια τελετουργία απαράλλαχτη μέσα στους αιώνες.
Το ένιωσες, Μαρία,
πώς τρέμανε τα χέρια μου συγκινημένα,
όταν ανακάλυπτα, σα να ήταν μυθικοί θησαυροί χαμένοι,
τα κρυφά σημάδια του κορμιού σου;

Πολλές νύχτες περάσανε από τότε.
Τώρα ξαγρυπνώ,
κοσκινίζοντας το παρελθόν
ψάχνοντας να βρω κάπου μια φωτεινή στιγμή.
Φαντάσματα από φιλόδοξα όνειρα τριγυρνούν στους δρόμους αναζητώντας και αυτά τη ζεστή γωνιά που τους είχανε από καιρό υποσχεθεί.
Ακούς, Μαρία;
Είναι οι λυγμοί των στιγμών που δε ζήσαμε που με κρατάνε ξύπνιο.
Μα εσύ,
ωραία, γλυκιά μου κοιμωμένη,
κοιμάσαι.
Πώς ν’ ακούσεις;
Αφού ήσουν πάντα το παραμύθι κάποιου άλλου.

Γιώργος Σύρρος "Περιμένοντας το ποδήλατο - Απώλεια"


Μονάχα αυτό είχαμε,

ένα δάκρυ στο πρόσωπο να μας το κλέβει ο άνεμος.

Τώρα χάθηκε και αυτό.

Γιώργος Σύρρος "Περιμένοντας το ποδήλατο - Μαγικός χορός"

Χόρευες με τις ηλιαχτίδες
λουσμένη στο φως του πρωινού
και άνθιζε ολόκληρο το σπίτι
μικρές, λευκές μαργαρίτες.
Στη γωνία έπαιζε πάντα ένα βιολί κρυμμένο
και οι νότες χάιδευαν σα μετάξι
τη ματωμένη μου ζωή.
Χόρευες εσύ
και όμως ήμουν εγώ αυτός που ζαλιζόταν
σαν από γλυκιά μέθη.
Σκόρπιζες χαμόγελα σε κάθε σου στροφή
και ο χρόνος πάγωνε,
κάθε σου βήμα να κρατάει παραπάνω,
να χάνομαι και πάλι να μη χορταίνω
τη μικρή, στροβιλιζόμενή σου σιλουέτα.

Γιώργος Σύρρος "Περιμένοντας το ποδήλατο - Περιγραφή"


Μονάχα τα παιδιά μπορούσαν να συγκριθούν με την ομορφιά σου,
σαν καθρέφτες της ζωής και της χαράς.
Έτσι,
όταν με ρωτούσαν οι άνθρωποι για σένα,
πώς είσαι και πώς μοιάζεις,
τους έλεγα για τότε που ήμουνα παιδί.

Τους μιλούσα για τα συννεφιασμένα απογεύματα στην παραλία,
τότε που βρεχόμουν στα κρύα νερά της θάλασσας,
ξορκίζοντας το παγωμένο άγγιγμά τους με γέλια και ξεφωνητά.

Για τα πολύχρωμα κοχύλια που μάζευα από τις ακρογιαλιές
και τα έβαζα σ’ ένα μικρό, χρυσαφένιο κουτί
αναφωνώντας με χαρά και καμάρι «ο θησαυρός μου!».

Για τις μέρες που ξεχυνόμουν κάτω από τον ήλιο,
ψάχνοντας στους δρόμους για περιπέτειες
και στην πλατεία με το μεγάλο πλάτανο
που ξάπλωνα εξουθενωμένος από το παιχνίδι.

Για εκείνα τα μελαγχολικά πρωινά που δε σταμάταγε να βρέχει
και καθόμουν μπροστά από το παράθυρο περιμένοντας,
κοιτώντας το μεγάλο ποδήλατο στην αυλή να βρέχεται και ν’ αστράφτει καινούριο,
δίχως λάσπες πια και χώματα.

Για την παλιά φυσαρμόνικα του παππού,
γεμάτη σκόνες και αναμνήσεις
που έβγαζε, όμως, ακόμα αδέξιους ήχους νοσταλγίας.

Τους μιλούσα για τα ξύλινα, χρωματιστά μου μολύβια
που είχανε φιλόδοξα γεμίσει αμέτρητα λευκά χαρτιά
με καράβια, γαλάζιους ουρανούς και όνειρα.

Και τέλος,
για τη γλυκιά ευωδιά εκείνης της εποχής.
Όλα μου τα παιδικά χρόνια,
εκείνα που ποτέ δεν έζησα,
τα συνόδευε πάντα ένα άρωμα ζεστού ψωμιού και βανίλιας.

Τ’ ακούγανε οι άνθρωποι,
δακρύζανε και χαμογελούσανε θυμούμενοι.
«Αυτό το δάκρυ και αυτό το χαμόγελο»,
τους έλεγα,
«είναι εκείνη.».
Έτσι μονάχα μπορούσανε να καταλάβουνε
πώς είσαι και πώς μοιάζεις.

Γιώργος Σύρρος "Περιμένοντας το ποδήλατο - Αντίδοτο"


Ξυπνούσα από τον εφιάλτη
και ήσουν πάντα εκεί,
μια παρήγορη συντροφιά,
ζεστή, παλλόμενη επιβεβαίωση της ζωής.

Ριχνόμουν στην αγκαλιά σου,
άρπαζα άπληστα τα φιλιά σου,
ντυνόμουν με την αίγλη του έρωτά σου.

Έτσι μόνο ξόρκιζα
το θάνατο που με περιτριγύριζε τις νύχτες.

Γιώργος Σύρρος "Περιμένοντας το ποδήλατο - Παράδεισος και κόλαση"


Να σε κρατώ στην αγκαλιά μου γυμνή,
όπως με θάρρος και τέχνη σ’ έπλασε η φύση.
Αυτός ήταν για μένα ο παράδεισος
και η κόλασή μου,
γιατί τα οράματα μιας άπιαστης ομορφιάς
είναι πάντα το ύψιστο μαρτύριο.

Γιώργος Σύρρος "Περιμένοντας το ποδήλατο - Νοσταλγικά χείλη"


Όταν ήρθε το τέλος του κόσμου
και η μεγάλη παγωνιά άρχισε ν’ απλώνεται και ν’ απειλεί,
έκανα το φιλί σου ένα μαγικό σεντούκι θησαυρού.
Μέσα στο άγγιγμα των χειλιών σου
έκλεισα όλα τ’ αστέρια του ουρανού,
μάζεψα εκεί τους ταξιδιάρικους αγέρες από τις τέσσερις γωνιές της γης,
τα νερά κάθε κρυφής, απάτητης λίμνης και ατίθασου καταρράκτη,
τις τελευταίες, ζεστές αχτίδες του ήλιου.
Έτσι,
κάθε φορά που σε φιλούσα,
αγκάλιαζα ξανά έναν κόσμο ομορφιάς
που είχε για πάντα πια χαθεί.


Γιώργος Σύρρος "Περιμένοντας το ποδήλατο - Ναυαγοί"


Τριάντα χρόνια μες στα κύματα και στεριά δε βρήκαμε,
τόσες νύχτες αμέτρητες δίχως φεγγάρι να μας δείχνει το δρόμο.
«Κάπου θα βρεθούμε», λέγαμε
και η θάλασσα σκοτεινή κορόιδευε τον καημό μας.
Τόσα χρόνια μακριά από τη στεριά,
γέρασε ακόμα και το σαράκι,
σαπίσανε τα κουπιά,
ξεφτίσανε και τα πανιά.
Παραδοθήκαμε στο έλεος του ωκεανού
και προκοπή δε βρήκανε τα κουρασμένα μας χέρια.
Κάποιος σκάλισε μια ευχή στο κατάρτι,
άλλος το όνομά του να τον θυμούνται τα σκυλόψαρα.
Τελευταίος πέθανε ο καπετάνιος στον ύπνο του από γεράματα.
Από γεράματα και ας ήταν τόσο νέος.


Γιώργος Σύρρος "Περιμένοντας το ποδήλατο - Σαν όλους τους άλλους"


Γιατί, αγάπη μου,
πώς θα μπορούσαν να υπάρχουν φαντάσματα σ’ ένα μέρος που έζησες κάποτε εσύ
και σκιές μέσα σ’ ένα σπίτι που πλάγιασε κάποτε το φως σου,
φόβος εκεί που ήχησε άλλοτε το υπέροχο γέλιο σου
και δαίμονες μέσα στο δωμάτιο που κρατάει σα φυλαχτά τα χνάρια σου ακόμα;

Αλλά,
αφού δεν ήρθες ποτέ,
αυτό το δωμάτιο είναι ένα δωμάτιο σαν όλα τ’ άλλα
και εγώ ένας άνθρωπος σαν όλους τους ανθρώπους,
ζώντας μια ζωή σαν όλες τις άλλες,
με τα φαντάσματα, τις σκιές, τους φόβους και τους δαίμονές της.

Γιώργος Σύρρος "Περιμένοντας το ποδήλατο - Αρχή και τέλος"


Θυμάσαι;
Εκείνες τις πρώτες μέρες…
Το μόνο που κάναμε ήταν να χαμογελάμε.
Πλέαμε σε μια θάλασσα από γέλια και έρωτα,
σαν τα παιδιά που κολυμπούν στ’ ακρογιάλια,
αθώα και ενθουσιασμένα,
σα να βλέπουν για πρώτη φορά το μεγάλο Ωκεανό.

Και τώρα…
Η θάλασσα σκοτείνιασε,
δεν μπορούμε πλέον να δούμε στο βυθό τη χρυσαφένια άμμο
και τα ολόλευκα κοχύλια.
Τα πόδια μας μοιάζουν παραμορφωμένα κάτω από την επιφάνεια,
ανίκανα να μας στηρίξουν και έτοιμα να καταρρεύσουν,
το νερό πάγωσε
και το κύμα μας παρασέρνει μακριά.
Δεν έπρεπε ποτέ να ξανοιχτούμε τόσο πολύ.

Γιώργος Σύρρος "Περιμένοντας το ποδήλατο - Μια ευχή"

Αν είχα μια ευχή,
θα ζητούσα να μάθω για σένα.
Αν ήξερα ότι θα έρθεις,
θα ήταν όλα υπέροχα.
Θ’ αγαπούσα ακόμα και τη μοναξιά
γιατί θα με οδηγούσε σε σένα.
Και όλοι οι δαίμονες
θα είχαν ένα χαμόγελο αγγελικό.
Θα κοιτούσα τα σκοτάδια του παρελθόντος
και θα έλεγα,
"Τι παράξενο. Τόσα αστέρια και δεν τα είχα προσέξει ποτέ."



Γιώργος Σύρρος "Περιμένοντας το ποδήλατο - Αμφορέας"

Ζητούσα κάτι που θα μ’ έκανε να ξεχάσω,
ένα φωτεινό σημείο στον ορίζοντα να έχω να κοιτάζω.

Και δεν ήμουν παρά ένα δοχείο ονείρων
που κάποτε ξεχείλισε
και έσπασε.

Γιώργος Σύρρος "Περιμένοντας το ποδήλατο - Υστεροφημία"

Μέσα στη σιωπή δυο εραστών
ένας μικρός μου στίχος θ’ ανασύρεται από τη μνήμη.
Μέσα στο ελάχιστο της απόστασής τους,
καθώς θα βρίσκονται γυμνοί και ερωτευμένοι κάτω από τα σκεπάσματα,
εκεί θα βρίσκομαι.
Κάθε που ο Άντρας εκείνος
θα κοιτάζει βαθιά στα μάτια της Γυναίκας
και θα της ψιθυρίζει μια παλιά μου λέξη,
θα είναι σα να ξυπνάω για λίγο από τον ύπνο τον αιώνιο
και να νιώθω ξανά στο πρόσωπό μου
τη ζεστασιά και τον ήλιο του κόσμου αυτού.


Γιώργος Σύρρος "Περιμένοντας το ποδήλατο - Αερικό"

Πουθενά δε τη βρήκα
και απελπισμένος,
βάλθηκα να την πλάσω μες στο νου μου.
Σα φτωχός δεν είχα τις λέξεις γι’ αυτή.
Την αναζήτησα μέσα στις λευκές σελίδες
και προσπάθησα να ζωγραφίσω με το μολύβι το περίγραμμά της.
Μ’ αυτό το προσχέδιο στο χαρτί
έκλεισα τα μάτια ικανοποιημένος.
Μες στο σκοτάδι του μυαλού μου είχα μερικές γραμμές, μια φευγαλέα σκιά, τον αμφίβολο, ονειρικό απόηχο μιας φωνής.
Την περιτριγύριζα μα ποτέ δεν κατάφερα να τη δω.
Μονάχα απ’ αυτήν την απαράμιλλη ζεστασιά της την ξεχώριζα
που ήταν λες και κρυβόταν ένα παιδικό καλοκαίρι στις άκρες από τον ποδόγυρό της,
σα να κρατούσε έναν ήλιο σφιχτά στον κόρφο της,
ένα αστέρι μακρινό που ανέτειλε και έδυε μοναχά για μένα,
πίσω και πέρα από σκοτεινούς ορίζοντες.

Πάλι, κάτι έλειπε, έμενε μετέωρη, ανολοκλήρωτη η μορφή της,
σαν άθαφτος νεκρός που δεν αφήνει τους ζωντανούς να ηρεμήσουν.
Για να στολίσω την εικόνα της
ξεχύθηκα στον κόσμο και συνέλεξα τις ομορφιές της πλάσης,
αγριολούλουδα σαν κόρες και γιοι ουράνιων τόξων για το άρωμά της,
έκοψα δυο κομμάτια από το χειμερινό ουρανό για τα μάτια της
και έλιωσα τις αχτίδες του μεσημεριού για να βάψω τα μαλλιά της.
Μα και από τα πιο μικρά δε βρήκα λιγότερο αντάξιους θησαυρούς,
το ζουμερό ρόδι της αυλής για τα χείλη της, το άρωμα του ζεστού ψωμιού, τα γέλια των παιδιών που κυνηγιόντουσαν με τις ώρες, τα χρυσαφένια στάχυα
και άλλες τέτοιες εικόνες αναμνήσεων που ποτέ δεν ήταν πραγματικά δικές μας
-και γι’ αυτό ίσως να τις αγαπήσαμε διπλά, με τέτοιο πείσμα-.

Και πάλι,
ό,τι έπλασα μ’ αυτά στεγνό μου φάνηκε, άψυχο,
σαν το άγαλμα που είχε κάνει ο μυθικός γλύπτης της χαμένης του γυναίκας
και όμως αυτό τις νύχτες δεν κινούσε το βαρύ της χέρι να τον παρηγορήσει,
παρά το άφηνε ανεξιχνίαστα άκαμπτο, στραμμένο πάντοτε στη γη και το χώμα.

Τότε όλα τ’ απαρνήθηκα και τα εγκατέλειψα στη φωτιά.
Μια νεκρική πυρά ύψωσα,
σαν αυτή που χιλιάδες πρόγονοι σταθήκαν τριγύρω της πριν από εμένα,
σαν εμένα,
ζητώντας το ίδιο θαύμα, βλέποντας το ίδιο όραμα,
κυριευμένοι από την ίδια ανάγκη για τη γυναίκα, την ιδέα και τη σάρκα,
για το αίμα που μυσταγωγικά, θεία ζωντανεύει και τα δύο.

Και όταν η φωτιά δεν έφτανε αρκετά ψηλά,
όταν άδικα περίμενα να τυλίξει στις φλόγες τον ουρανό τον ίδιο,
στρεφόμουν στο Θεό
«Κύριε, δεν έχω τίποτα άλλο πια να κάψω, δώσε μου τον παράδεισο και την κόλαση».
Ήθελα να γίνω ο άνθρωπος που θα θυσίαζε την αιωνιότητα για εκείνη
και ας ξέμενα πίσω σα φάντασμα, να φυλάω τα χνάρια της στη γη.

Όταν καταλάγιασε η φωτιά,
πήρα τις στάχτες και έβαψα το πρόσωπό μου σαν αρχαίος πολεμιστής πριν τη μάχη
και κατέληξα να μοιάζω σαν το θρήνο που την ακολουθεί.
Ό,τι έμεινε το μοίρασα στον αγέρα και το ακολούθησα καθώς παρασύρονταν.
Έτσι μια ζωή μέσα στους ζεφύρους και τα μελτέμια
ζήτησα και εγώ έν' αερικό ν' αγαπήσω.

Γιώργος Σύρρος "Περιμένοντας το ποδήλατο - Τα χέρια"


Για σένα τα χέρια αυτά που κρατήσανε με την ίδια αφοσίωση και τρυφερότητα το μολύβι και το σκεπάρνι,
τα χέρια αυτά που νοτίσανε καπνό από πολλές ξάγρυπνες νύχτες
και ιδρώτα που σκουπίστηκε φιλότιμα από κάπως λιγότερες μέρες μόχθου.

Τα χέρια αυτά που αγρίεψε και πλήγιασε ο χειμώνας
για να τα γιατρέψει έπειτα το καλοκαίρι και να τα ζεστάνει.
Τα χέρια αυτά που καήκανε και μαυρίσανε
όταν κάποτε τα κράτησα πολύ κοντά στη φωτιά
αλλά τα ξέπλυνε στοργικά η βροχή και λάμψανε ολοκαίνουρια.

Και αν διακρίνεις κάποιο ίχνος αρώματος,
μην αποτραβηχτείς.
Είναι που κάποτε περάσανε μέσα από μαλλιά γυναικών
για ν’ αγγίξουν από πίσω τον ήλιο που φαινότανε τόσο κοντινός
και χαϊδέψανε χείλη και μάτια για να είναι έτοιμα για σένα.

Τα χέρια που κρατήσανε παιδικά παιχνίδια
και άλλα, λιγότερο ιερά πράγματα.
Και αν διατηρήσανε μι’ αρμύρα
ήταν από τη θάλασσα που τα βύθιζα για να πιάσω πέτρες και κοχύλια
και από τα δάκρυα των ανθρώπων που μάζευα για να μη βαραίνουν τα βλέφαρά τους.

Τα χέρια που ζήτησα πάντοτε να τα κρατήσω καθαρά
και δεν άφηνα παρά μονάχα τη σκόνη από τα κάστρα που έχτιζα στην άμμο
και τις πληγές από αγκάθια που μου μείνανε από παλιές εποχές 
τότε που μάζευα ακόμα τριαντάφυλλα
-ασχολία που σταμάτησα όταν είδα πως η αιμορραγία κράταγε για μέρες και χρόνια-.

Τα χέρια αυτά που ροζιάσανε από άγρια χάδια και πολυάριθμες σελίδες
μα ξαναγεννηθήκανε απαλά και ανθρώπινα
όταν σε κάποια απ’ αυτές έφερα για πρώτη φορά στον κόσμο τη μικρή μας Νεφέλη.

Για σένα τα χέρια αυτά που ψηλαφίσανε το σκοτάδι και μαραζώσανε
και ζωντάνεψαν λίγο πιο φωτεινά όταν γραπώθηκαν από τραγούδια και όνειρα για να βγούνε από την άβυσσο.

Ζήτησα να τα βουτήξω στο αίμα και το ζυμάρι,
μέσα στο χώμα και το νερό,
ν’ αγγίξω ό,τι ήτανε ζωή
έτσι ώστε όταν τα κρατήσεις μέσα στα δικά σου
και τα φέρεις κοντά σου να τα φιλήσεις,
να γευτείς και να μυρίσεις ολόκληρο τον κόσμο,
όπως τίμια τον μάζεψα στα δάχτυλά μου για να σου τον χαρίσω.