Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2020

"Καλά να πάθει"

 

«Καλά να πάθει. Μέσα στην πανδημία ήθελε πορείες το κουμμούνι  να μας κολλήσει όλους. Μεγάλος άνθρωπος κιόλας»

 

Έτσι έγραφες, συνάνθρωπε, την 17η Νοεμβρίου 2020. Δίχως σκέψη, δίχως προβληματισμό, ξορκίζοντας έτσι λακωνικά όλο το φόβο που σου μαραζώνει την ψυχή, τασσόμενος με τους κυρίαρχους μήπως και σε λυπηθούν όταν έρθει η ώρα.

Μπορεί ν’ ανήκεις στα σώματα «ασφαλείας», η γυναίκα σου να είναι στο υπουργείο οικονομικών. Μπορείς να είσαι εισοδηματίας με κάτι αυθαίρετα στο χωριό που ο τοπικός άρχοντας κάπως σε βόλεψε με αυτά. Μπορεί να είσαι χαμένη υπόθεση.

Αλλά ίσως, συνάνθρωπε, να δουλεύεις 10ωρα για να πληρώσεις τα φροντιστήρια των παιδιών σου. Ίσως η γυναίκα σου να δουλεύει 4ωρα με μισθό πείνας. Ίσως ο φόβος σου φωλιάζει κάτω από μια στέγη χρεωμένη που σε λίγο θα χαθεί και αυτή. Ίσως τα παιδιά σου να γελούν όταν ακούν τη λέξη σύνταξη και όχι γιατί το γήρας φαίνεται μια μακρινή πραγματικότητα. Ίσως απλά να μην κατάλαβες τι έγινε σήμερα, χθες και μάλλον κάθε μέρα από εδώ και πέρα.

Κάποιοι σου είπαν ότι δε θ’ αντιδράσεις. Δε θ’ αντιδράσεις ενώ σου στερούν την αξιοπρέπεια, την ελευθερία, τα ιδανικά σου. Ανθρώπινες αξίες αλλά μπορεί να τις περάσεις για αριστερές ιδέες. Οπότε πιο πρακτικά. Δε θ’ αντιδράσεις ενώ σου στερούν την υγεία, το σπίτι, τη μόρφωση των παιδιών σου. Αυτοί που αντί να ετοιμάσουν ΜΕΘ και να προσλάβουν γιατρούς, βάζουν γλάστρες και φώτα στους δρόμους ενώ ο πατέρας σου, ο παππούς σου πεθαίνει. Στόλισαν τη νεκρώσιμη ακολουθία των ανθρώπων σου και σου είπαν να σωπάσεις ευχαριστημένος.

Ίσως, συνάνθρωπε, να μην κατάλαβες. Μπορεί να ψέλλισες κάτι για το πως είναι ίδιοι όλοι, κάτι να μουρμούρισες για ατομική ευθύνη και να πίστεψες ότι ίσως το κτήνος που ορμά να σε λυπηθεί. Ίσως να μην κατάλαβες ότι όποιος φτύνει στα μούτρα του καταπιεστή αγιάζει το πείσμα του ανθρώπου για μια καλύτερη ζωή, ότι όποιος αντιδρά στον παράλογο αυταρχισμό των αρχόντων παλεύει για όλη την ανθρωπότητα. Ίσως να μην κατάλαβες ότι ο ανόητος, γραφικός αριστερός που αντέδρασε νοιάστηκε και για σένα, ακόμα και αν όπλισες το χέρι που του άνοιξε το κεφάλι.

Ίσως, συνάνθρωπε, να μην το κατάλαβες το πόσο ντράπηκες για τον εαυτό σου, το πόσο σου κόστισε να φιμώσεις μέσα σου εκείνη την ανομολόγητη λαχτάρα να τα καταφέρει ο γραφικός  ν’ αλλάξει κάτι. Έπρεπε το μίσος σου να φουντώσει για να μπορείς να κωφεύεις, να μην τολμήσεις να πιστέψεις ότι κάτι καλύτερο είναι εφικτό.

Ίσως, συνάνθρωπε, να μην κατάλαβες ότι όταν το σκοτάδι πέφτει τόσο βαρύ και βάρβαρο, υπάρχει μόνο ένα πρόσταγμα και αυτό είναι η αντίδραση, δίχως πολιτικό πρόσημο, δίχως φιλοσοφικούς μηρυκασμούς, μια αντίδραση για την ίδια μας τη ζωή. Ίσως να μην κατάλαβες ότι το σκοτάδι που πυκνώνει μας τυλίγει όλους ανεξαιρέτως και τα δόντια του κτήνους σφίγγουν απειλητικά γύρω από το λαιμό της ανθρωπότητας

 

Και με τα λόγια του Μιχάλη Κατσαρού:

Ἀντισταθεῖτε
στὸν περσικὸ τάπητα τῶν πoλυκατοικιῶν
στὸν κοντὸ ἄνθρωπο τοῦ γραφείου
στὴν ἑταιρεία εἰσαγωγαὶ- ἐξαγωγαί
στὴν κρατικὴ ἐκπαίδευση
στὸ φόρο
σὲ μένα ἀκόμα ποὺ σᾶς ἱστορῶ.

Ἀντισταθεῖτε
σ᾿ αὐτὸν ποὺ χαιρετάει ἀπ᾿ τὴν ἐξέδρα ὦρες
ἀτέλειωτες τὶς παρελάσεις
σ᾿ αὐτὴ τὴν ἄγονη κυρία ποὺ μοιράζει
ἔντυπα ἁγίων λίβανον καὶ σμύρναν
σὲ μένα ἀκόμα ποὺ σᾶς ἱστορῶ.

Ἀντισταθεῖτε πάλι σ᾿ ὅλους αὐτοὺς ποὺ λέγονται
μεγάλοι
στὸν πρόεδρο τοῦ Ἐφετείου ἀντισταθεῖτε
στὶς μουσικὲς τὰ τούμπανα καὶ τὶς παράτες
σ᾿ ὅλα τ᾿ ἀνώτερα συνέδρια ποὺ φλυαροῦνε
πίνουν καφέδες σύνεδροι συμβουλατόροι

σ᾿ ὅλους ποὺ γράφουν λόγους γιὰ τὴν ἐποχὴ
δίπλα στὴ χειμωνιάτικη θερμάστρα

στὶς κολακεῖες τὶς εὐχὲς τὶς τόσες ὑποκλίσεις
ἀπὸ γραφιάδες καὶ δειλοὺς γιὰ τὸ σοφὸ
ἀρχηγό τους.

Ἀντισταθεῖτε στὶς ὑπηρεσίες τῶν ἀλλοδαπῶν
καὶ διαβατηρίων
στὶς φοβερὲς σημαῖες τῶν κρατῶν καὶ τὴ
διπλωματία
στὰ ἐργοστάσια πολεμικῶν ὑλῶν
σ᾿ αὐτοὺς ποὺ λένε λυρισμὸ τὰ ὡραῖα λόγια
στὰ θούρια
στὰ γλυκερὰ τραγούδια μὲ τοὺς θρήνους
στοὺς θεατὲς
στὸν ἄνεμο
σ᾿ ὅλους τοὺς ἀδιάφορους καὶ τοὺς σοφοὺς
στοὺς ἄλλους ποὺ κάνουνε τὸ φίλο σας

ὡς καὶ σὲ μένα, σὲ μένα ἀκόμα ποὺ σᾶς ἱστορῶ
ἀντισταθεῖτε.

Τότε μπορεῖ βέβαιοι νὰ περάσουμε πρὸς τὴν
Ἐλευθερία.

Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2020

Γράμματα που δε θα σταλούν ποτέ

 


 

 

Θα συνέχιζε να της γράφει γράμματα. Για να την κατευνάσει. Παρά τα χρόνια, παρέμενε ακόμα ανήσυχη μέσα του. Σάλευε ακατάπαυστα, ένα τέκνο ποίησης και έρωτα που πάσχιζε να γεννηθεί, ξανά.

Είχε περάσει καιρός που είχαν πεθάνει ο ένας για τον άλλο. Από τον παράδεισο του μαζί –έστω ενός κίβδηλου, εύθραυστου μαζί- στο άχρωμο και άχρονο καθαρτήριο του «κάποιος, κάπου, κάποτε» η πτώση ήταν ιλιγγιώδης και βάρβαρη.

Τη συναντούσε ακόμη. Την έβλεπε καθώς ο χρόνος την απογύμνωνε και την αποκάλυπτε στο φυσικό της μέγεθος. Όση λάμψη έχανε εκείνη ωστόσο τόσο φωτιζόταν το φασματικό της πρόσωπο. Σ’ ένα παράλληλο, εσωτερικό σύμπαν ακόμα τον ξυπνούσε τα πρωινά.

Ήταν άδικο, σκεφτόταν, με τόσο λίγο κόπο να κατακτήσει το φαντασιακό και το ονειρικό του, ενώ η μνήμη του με μια χούφτα εικόνες προσπαθούσε να ξαναφέρει στο νου τη γεύση και τη μυρωδιά της. Ολοένα και πιο δύσκολα.

Κάποιες φορές γελούσε ενώπιόν του, βεβιασμένα, διστακτικά για να ξορκίσει  τα φαντάσματα του δράματος. Γλυκιά, ζωντανή μουσική με απεχθείς στίχους. Αποζητούσε μια φιλία, τραγουδούσε. Στο γέλιο της, η μόνη του απάντηση ήταν μια φράση απαγορευμένη, ετεροχρονισμένη, που διεκδικούσε απεγνωσμένα μια ανάσα να ξεφύγει, που με κόπο συγκρατούσε, αποκεφαλίζοντάς τη στα δόντια του.

Την επισκεπτόταν τις νύχτες με αφοσίωση. Ανεδείχθη σε εκείνο το κάτι που πρέπει να κρατάμε βαθιά μέσα μας για τη ζεστασιά του, αυτό το κάτι που πρέπει ν’ αγαπάμε για να μας κρατάει ζωντανούς. Ημέρευε την ανάγκη για να μη μεταμορφωθεί σε χάος, σε έχθρα και μίσος που λυσσομανεί και τρέφεται με ανθρωπιά. Ο τελευταίος έρωτας, η τελευταία συγκίνηση.

Μεγαλώνοντας, η απώλεια φάνταζε βαθύτερη. Μαζί με εκείνον άλλαζε και το όνειρο, γινόταν πιο άπληστο. Εν τέλει δε χάθηκε μόνο ένα χάδι, τα χείλη της, μερικοί μήνες κινηματογραφικής ευδαιμονίας. Πλέον, από τις γκρίζες σκιές του πιθανού ένα παιδί θα τον κοιτούσε για πάντα με μια στοργική απορία στα μεγάλα του μάτια. Τα δικά της χέρια προορίζονταν, πίστεψε για μια στιγμή, να κρατήσουν κάτι παραπάνω από τον ίδιο.

Και της ανήκε. Κάτι πιο δυνατό από τον έρωτα, πιο θεμελιώδες από την αγάπη, πέρα από την κτήση και την καταδυνάστευση. Είχε παγώσει το βιωματικό χρόνο και θα παρέμεναν όπως το πρώτο βράδυ, υποτακτικοί και οι δυο τους της άγριας ποίησης που ενίοτε οι άνθρωποι πέφτουν θύματά της. Ανήκε, όπως το πρώτο βράδυ, στη σπάνια τρυφερότητα της φωνής της.

Και μέχρι το τελευταίο, θα αναπολούσε τη μικρή αιωνιότητα των μύχιων του κορμιού της, εκείνη τη γαλήνια αχρονικότητα του κρεβατιού της. Θα νοσταλγούσε κάθε περιήγηση στην άβυσσο που κοιτούσε μέσα του φιλεύσπλαχνα, φέρνοντάς της σαν σπονδή εξευμένισης ένα εφηβικό χαμόγελο.

 

*Η εικόνα είναι από την ταινία Eternal sunshine of the spotless mind