Σάββατο 23 Μαΐου 2020

Οι συνεργάτες των ανθρωποφυλάκων - Σκέψεις πάνω στο βιβλίο του Περικλή Κοροβέση “Ανθρωποφύλακες”




«Από τα πολλά παραδείγματα, θα διάλεγε μόνο το δικό της. Είχε ένα μικρό αυτοκινητάκι που το ‘χε πάρει με πολλές θυσίες. Εκείνη μονάχα ήξερε πώς το πήρε· ακόμα το χρωστάει. Ε, λοιπόν, πριν από την 21η, κάθε βράδυ πηγαίνανε Λαμπράκηδες και την κατουράγανε την πόρτα του αυτοκινήτου και κάθε πρωί πήγαινε μ’ έναν κουβά νερό να το καθαρίσει. Αυτό είχε γίνει πραγματικό μαρτύριο. Σε τι αστυνομίες είχε πάει, σε τι εκατό είχε τηλεφωνήσει! Τίποτα! Οι αστυνομίες πού να προλάβουν. Έπρεπε, κάθε μέρα, να τρέχουν στα συλλαλητήρια και να τρώνε ξύλο από τους κομμουνιστές. Μόλις έγινε η «επανάσταση», το κακό σταμάτησε με το μαχαίρι. Το αυτοκίνητο από τότε ήταν πεντακάθαρο.
-          Να τι θα πει επανάσταση. Όλοι οι άνθρωποι έχουνε βρει την ησυχία τους. οι εφημερίδες πια δεν γράφουν ό,τι θέλουνε. Τα λεωφορεία δεν κάνουν απεργίες. Γιατί, βρε παιδάκι μου, δεν σ’ αρέσει το καλό του τόπου μας;»1

Διαβάζοντας το βιβλίο – μαρτυρία του Π. Κοροβέση αναφορικά με την καφκική, εφιαλτική του εμπειρία με τους κρατικούς μηχανισμούς καταστολής και βασανιστηρίων την περίοδο της στρατιωτικής δικτατορίας, το παραπάνω απόσπασμα ξεχωρίζει ως ένα από τα πιο απάνθρωπα.
Μέσα στην πληθώρα των εξευτελισμών, σωματικών και ψυχολογικών, και του συστηματικού βασανισμού του συγγραφέα, αυτή η απροσδόκητη και παράταιρη στάση καλοσύνης διακρίνεται ως το πιο επικίνδυνο έγκλημα, καθώς είναι αυτό που επιτρέπει τα υπόλοιπα, νομιμοποιώντας και ξεπλένοντάς τα.
Ενώ ο συγγραφέας είναι έγκλειστος σε στρατιωτικό νοσοκομείο, όπου η ιατρική επιστήμη αναλαμβάνει τη συνέχεια των βασανιστηρίων, ένας άνθρωπος, ένας νοικοκυραίος με τη μορφή μιας «καλόβουλης» νοσοκόμας μιλάει για πρώτη φορά με γνήσια τρυφερότητα σ’ αυτόν, προσπαθώντας να τον συνετίσει για να γλυτώσει.
Στέκεται, λοιπόν, ενώπιον ενός ανθρώπου που έχει σωματικά και ψυχικά λεηλατηθεί και ανερυθρίαστα, δίχως ψήγμα προβληματισμού προτάσσει την ιδιωτική της περιουσία ως ύψιστο, απειλούμενο αγαθό, προς διατήρηση του οποίου αξίζουν να θυσιαστούν χιλιάδες άνθρωποι. Και πιο απλά, για να γίνει κατανοητή η εγκληματική της στάση. Ένα καθαρό αμάξι αξίζει περισσότερο στα μάτια του νοικοκυραίου από τα τσακισμένα κόκκαλα και τους όρχεις του συνανθρώπου, που ο προϊστάμενός της στρίβει με απόλαυση καθημερινά για να τον κάνει να ομολογήσει.
Όταν ο αναγνώστης εισέρχεται σε μία δυναμική σχέση μ’ ένα βιβλίο, καλείται ν’ αναπτύξει ένα διάλογο με αυτό. Στα πλαίσια αυτού του διαλόγου, προέκυψε το παρακάτω κατηγορητήριο προς τον νοικοκυραίο του Κοροβέση, ως αποτέλεσμα αγανάκτησης με το στυγνό ατομικισμό, που 50 χρόνια μετά, δυστυχώς παραμένει επίκαιρος.


Ως άλλος Γουίνστον, στην πραγματικότητα του 1984, φωνάζεις «Όχι εγώ, όχι σε μένα. Στον άλλον. Πονέστε τον άλλον», δίχως καν να φτάσει το ποντίκι στο χοντρό πετσί σου. Ίσως γιατί ήσουν εσύ το ποντίκι που μασουλούσε σάρκα ανθρώπινη, μέχρι να φτάσεις στα σπλάχνα αθώων ψυχών, δίχως λόγο, για να δραπετεύσεις κανιβαλίζοντας, δίχως καν το άλλοθι ότι τουλάχιστον το κάνεις για την επιβίωσή σου.
«Η ζωούλα μου» έλεγες ξανά και ξανά, και ακουγόταν ήδη απολογητικά στο κρυφό, ασυνείδητο δικαστήριο της ανθρωπότητας. Έπαψε να είναι υπέρτατο αγαθό η ελευθερία, παρέδωσε τη θέση της στη ζωή. Και ούτε καν σε αυτήν. Στη ζωούλα. Όλα μικρότερα, όλα σε υποκοριστικά για να χωρούν στο κελί που συρρικνώνεται. Η ζωούλα, η δουλίτσα, το σπιτάκι. Τουλάχιστον σου έφτιαξαν δρόμους για να τρέχει το αμαξάκι σου. Και αν ξανακοιμηθούν οι άνθρωποι με ανοιχτές πόρτες, θα είναι γιατί καμία πόρτα δεν κρατάει έξω τους πιο επικίνδυνους εγκληματίες.
Σε προοιώνιζε ο Ράιχ όταν σε βάφτισε ανθρωπάκο. Μας τελειώνουν οι δικαιολογίες, ανθρωπάκο, διαλέγουμε πλευρές πλέον όταν τα εγκλήματα είναι τόσο κατάφωρα.
Δε χρειάζονται πτυχία και βιβλιοθήκες για να καταλάβεις ότι το κόκκινο στο δρόμο είναι από έναν άνθρωπο που δάκρυσε από απελπισία, που μάτωσε από μια πράξη βίας. Ένας άλλος άνθρωπος, που πάνω στο κορμί του που ζούμε όλοι συμβολικά, κάποιος νόμιζε ότι είχε εξουσία.
Μην τρέφεις αυταπάτες καθαρότητας. Ήταν τα άσκοπα βήματα σου που έστρωσαν το δρόμο για να φτάσει το μίσος μέχρι το κορμί του. Το χέρι που τον ρήμαξε το έσφιξες φιλικά, το φίλησες σεβάσμια και το επικρότησες με την ελπίδα να κρύβει μερικές πενταροδεκάρες ως χαρτζιλίκι για την πειθήνιά σου.
Και εσύ συνέχιζες το έγκλημα της συνενοχής σου στην αδιέξοδη υπνοβασία στη δουλίτσα σου, στις αγορές, στις εκκλησίες, στα κανάλια, αγνοώντας τα αιματοβαμμένα χνάρια σου.
Είσαι μάλλον χαμένη υπόθεση, ελπίζοντας την ατομική σου σωτηρία, συμπαρασύροντας και όλη την ανθρωπότητα στο χαμό σου. Δεν υπάρχει αρκετός χρόνος, δε θα εξαντληθείς προτού να φτάσεις στο τέλος. Δεν υπάρχουν τα λόγια να σε αλλάξουν, ο Λόγος είναι ανθρώπινο προνόμιο. Μπροστά στο φόβο και τη βόλεψη, τα επιχειρήματα αφανίζονται.
Μπορεί να είσαι ένα ον απλό, δίχως φανατισμό, θύμα προκαταλήψεων, προπαγάνδας, συστημικής διαπαιδαγώγησης. Δεν δρας απαραίτητα από κακία. Όμως, ίσως να μην έχει πια σημασία. Η διαφθορά από σύμπτωση και συγκυρία παραμένει διαφθορά. Όταν διακυβεύονται η ανθρώπινη ζωή και αξιοπρέπεια, όταν η βία και η καταστολή γίνονται νόρμες, όταν ο ολοκληρωτισμός βαφτίζεται κανονικότητα, δεν υπάρχουν πια δικαιολογίες.


«Πάρ’το απόφαση, δεν υπάρχει έλεος. Είναι αυτοί και εμείς. Εμείς; Ποιοι εμείς; Δεν ξέρεις. Ξέρεις ένα πράγμα, σίγουρο, καθαρό. Όχι, μ’ αυτούς δεν υπάρχει γέφυρα. Ανήκουμε σε άλλον πολιτισμό»2


1, 2 Περικλής Κοροβέσης, Ανθρωποφύλακες,  Οι εκδόσεις των συναδέλφων, Αθήνα 2019