Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2014

Γιώργος Σύρρος "Περιμένοντας το ποδήλατο - Αερικό"

Πουθενά δε τη βρήκα
και απελπισμένος,
βάλθηκα να την πλάσω μες στο νου μου.
Σα φτωχός δεν είχα τις λέξεις γι’ αυτή.
Την αναζήτησα μέσα στις λευκές σελίδες
και προσπάθησα να ζωγραφίσω με το μολύβι το περίγραμμά της.
Μ’ αυτό το προσχέδιο στο χαρτί
έκλεισα τα μάτια ικανοποιημένος.
Μες στο σκοτάδι του μυαλού μου είχα μερικές γραμμές, μια φευγαλέα σκιά, τον αμφίβολο, ονειρικό απόηχο μιας φωνής.
Την περιτριγύριζα μα ποτέ δεν κατάφερα να τη δω.
Μονάχα απ’ αυτήν την απαράμιλλη ζεστασιά της την ξεχώριζα
που ήταν λες και κρυβόταν ένα παιδικό καλοκαίρι στις άκρες από τον ποδόγυρό της,
σα να κρατούσε έναν ήλιο σφιχτά στον κόρφο της,
ένα αστέρι μακρινό που ανέτειλε και έδυε μοναχά για μένα,
πίσω και πέρα από σκοτεινούς ορίζοντες.

Πάλι, κάτι έλειπε, έμενε μετέωρη, ανολοκλήρωτη η μορφή της,
σαν άθαφτος νεκρός που δεν αφήνει τους ζωντανούς να ηρεμήσουν.
Για να στολίσω την εικόνα της
ξεχύθηκα στον κόσμο και συνέλεξα τις ομορφιές της πλάσης,
αγριολούλουδα σαν κόρες και γιοι ουράνιων τόξων για το άρωμά της,
έκοψα δυο κομμάτια από το χειμερινό ουρανό για τα μάτια της
και έλιωσα τις αχτίδες του μεσημεριού για να βάψω τα μαλλιά της.
Μα και από τα πιο μικρά δε βρήκα λιγότερο αντάξιους θησαυρούς,
το ζουμερό ρόδι της αυλής για τα χείλη της, το άρωμα του ζεστού ψωμιού, τα γέλια των παιδιών που κυνηγιόντουσαν με τις ώρες, τα χρυσαφένια στάχυα
και άλλες τέτοιες εικόνες αναμνήσεων που ποτέ δεν ήταν πραγματικά δικές μας
-και γι’ αυτό ίσως να τις αγαπήσαμε διπλά, με τέτοιο πείσμα-.

Και πάλι,
ό,τι έπλασα μ’ αυτά στεγνό μου φάνηκε, άψυχο,
σαν το άγαλμα που είχε κάνει ο μυθικός γλύπτης της χαμένης του γυναίκας
και όμως αυτό τις νύχτες δεν κινούσε το βαρύ της χέρι να τον παρηγορήσει,
παρά το άφηνε ανεξιχνίαστα άκαμπτο, στραμμένο πάντοτε στη γη και το χώμα.

Τότε όλα τ’ απαρνήθηκα και τα εγκατέλειψα στη φωτιά.
Μια νεκρική πυρά ύψωσα,
σαν αυτή που χιλιάδες πρόγονοι σταθήκαν τριγύρω της πριν από εμένα,
σαν εμένα,
ζητώντας το ίδιο θαύμα, βλέποντας το ίδιο όραμα,
κυριευμένοι από την ίδια ανάγκη για τη γυναίκα, την ιδέα και τη σάρκα,
για το αίμα που μυσταγωγικά, θεία ζωντανεύει και τα δύο.

Και όταν η φωτιά δεν έφτανε αρκετά ψηλά,
όταν άδικα περίμενα να τυλίξει στις φλόγες τον ουρανό τον ίδιο,
στρεφόμουν στο Θεό
«Κύριε, δεν έχω τίποτα άλλο πια να κάψω, δώσε μου τον παράδεισο και την κόλαση».
Ήθελα να γίνω ο άνθρωπος που θα θυσίαζε την αιωνιότητα για εκείνη
και ας ξέμενα πίσω σα φάντασμα, να φυλάω τα χνάρια της στη γη.

Όταν καταλάγιασε η φωτιά,
πήρα τις στάχτες και έβαψα το πρόσωπό μου σαν αρχαίος πολεμιστής πριν τη μάχη
και κατέληξα να μοιάζω σαν το θρήνο που την ακολουθεί.
Ό,τι έμεινε το μοίρασα στον αγέρα και το ακολούθησα καθώς παρασύρονταν.
Έτσι μια ζωή μέσα στους ζεφύρους και τα μελτέμια
ζήτησα και εγώ έν' αερικό ν' αγαπήσω.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου