Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2020

Το πολλαπλό είδωλο




Θα έχει διάφορα ονόματα και πρόσωπα. Θα μιλάει και θα γελάει κάπως αλλιώς. Το άρωμά της θα έχει κάτι οικείο και ας είναι διαφορετικό. Μα πάντα θα είναι Εκείνη. Εκείνη που είναι το σημείο αναφοράς και το μέτρο σύγκρισης κάθε τι καινούριου και αδοκίμαστου. Συνήθως ακόμα και του δοκιμασμένου.
Είναι το πείσμα υπέρ του σύμπαντος και η άρνηση ενώπιον της μοίρας. Χρόνια ύστερα από την πρώτη ανάγνωση – και σχεδόν ταυτόχρονη απόρριψη- του Κοέλιο. Εκείνη που οφείλει η ζωή να σας σμίξει. Είναι η υπερβατική ταύτιση λογικής και συναισθήματος. Η γυναίκα που έβγαζε νόημα να είστε μαζί. Η γυναίκα που ένιωσες ασύγκριτη λαχτάρα να είστε μαζί.

Η γυναίκα που ωστόσο δεν είστε μαζί.

Το ωστόσο είναι το καλλιτεχνικό ψευδώνυμό της. Με αυτό προχώρησε και δημιούργησε η φαντασία, πολυγραφότατη, λογοτεχνικό προνόμιο όλων των ανθρώπων.
Η γυναίκα που κατοικεί σε αναρίθμητα δημιουργήματα, που έγινε τραγούδι, ποίημα, πίνακας και καταχρήσεις, ένα μείγμα από αλκοόλ, ανάθεμα και μοναξιά.
Είναι το πορτραίτο μιας απολεσθείσας εποχής και η εμμονική προσκόλληση στην αγνότητα εις βάρος της πραγματικότητας, το δικαίωμα ή η καταδίκη στο ονείρεμα που πλήττεται από τα χρόνια μα επιμένει.
Έρχεται περιοδικά, επισκέπτεται τον οίκο της, δεν κατοικεί σε αυτόν. Την πρώτη φορά σ’ εξέπληξε, δεν την περίμενες. Σου έμαθε να ερωτεύεσαι, να τραγουδάς και να πίνεις. Και όταν έφυγε, παίρνοντας κάμποση από την πίστη σου στον κόσμο, σου έμαθε τη γλυκύτητα της τρέλας, όταν τις νύχτες φλέρταρες με τα όρια των αντοχών σου. Και ύστερα, ήρθε και ξαναήρθε για να επικυρώσει την κυριαρχία της και την αφοσίωσή σου.
Είναι η γυναίκα που αγαπάς απαντώντας στο γιατί με μια σιωπή, που καθιστά εν γένει το ερώτημα άτοπο, σα ν’ αναστοχάζεσαι τη λήθη και την αναπνοή σου, τα ίδια τα αυθύπαρκτα και αυταπόδεικτα θεμέλιά σου.
Είναι η γυναίκα που στοιχειώνει τα όνειρά σου, που υφέρπει στα όνειρα των συντρόφων σου καθώς αυτές κολυμπούν εν αγνοία τους στους ρυτιδισμούς του νερού, σε ομόκεντρους κύκλους που οδηγούν σ’ εκείνη.
Είναι το αρχέτυπο της προσωπικής σου ιδανικότητας, η κατάληξη των συνειρμών, το κορυφαίο δείγμα χαδιού. Τη γεύση της σάρκας την έμαθες από αυτήν. Αυτή πρώτη σωματοποίησε τον έρωτα και γέννησε μέσα σου την ακόρεστη πείνα, το μαγνητισμό που βιώνεις στα σπλάχνα σου, το κενό και τη ζάλη.
Είναι “the one that got away”, το τόσο οικείο βλέμμα των ηθοποιών στις ταινίες με τις οποίες μεγαλώσαμε, η ιερότητα η οποία τους περιέβαλε τη στιγμή που την συλλογίζονταν, προσομοιάζοντας τους ερημίτες τη στιγμή της σιωπηλής κατάληψης από το θεϊκό.
Είναι η γυναίκα που σε αγγίζει πιο βαθιά. Ή μάλλον, αυτή που σε αγγίζει. Απόλυτα. Το άγγιγμα που δεν μπορεί ν’ αναπαραχθεί, καθιστώντας φενάκη όλα τα υπόλοιπα χέρια που αποτολμούν να προσεγγίσουν τα εδάφη της, πριν ή έπειτα της κατάκτησής της. Διότι αυτή διεκδικεί ακόμα και το παρελθόν. «Σε περίμενα δίχως να το γνωρίζω» της γράφουν.
Εκείνη που στάθηκε αδύνατο και αδιανόητο να την ξεπεράσεις. Το καλύτερο που μπορείς να ελπίζεις είναι μια πρόσκαιρη υποχώρηση, ένας εύθραυστος συμβιβασμός.
Είναι το αίσθημα της απουσίας εν παρουσία κάποιας άλλης, το αντικείμενο παρατήρησης των ανοιχτών ματιών μέσα στη σιωπή της νύχτας στη συζυγική κλίνη.
Είναι η αμφιταλάντευση ανάμεσα στην εκπλήρωση και την αποκαθήλωση, η τελευταία δοκιμασία στη μύηση της ενηλικίωσης. 

*Πίνακας: Judith and the Head of Holofernes by Gustav Klimt