Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2020

Γράμματα που δε θα σταλούν ποτέ

 


 

 

Θα συνέχιζε να της γράφει γράμματα. Για να την κατευνάσει. Παρά τα χρόνια, παρέμενε ακόμα ανήσυχη μέσα του. Σάλευε ακατάπαυστα, ένα τέκνο ποίησης και έρωτα που πάσχιζε να γεννηθεί, ξανά.

Είχε περάσει καιρός που είχαν πεθάνει ο ένας για τον άλλο. Από τον παράδεισο του μαζί –έστω ενός κίβδηλου, εύθραυστου μαζί- στο άχρωμο και άχρονο καθαρτήριο του «κάποιος, κάπου, κάποτε» η πτώση ήταν ιλιγγιώδης και βάρβαρη.

Τη συναντούσε ακόμη. Την έβλεπε καθώς ο χρόνος την απογύμνωνε και την αποκάλυπτε στο φυσικό της μέγεθος. Όση λάμψη έχανε εκείνη ωστόσο τόσο φωτιζόταν το φασματικό της πρόσωπο. Σ’ ένα παράλληλο, εσωτερικό σύμπαν ακόμα τον ξυπνούσε τα πρωινά.

Ήταν άδικο, σκεφτόταν, με τόσο λίγο κόπο να κατακτήσει το φαντασιακό και το ονειρικό του, ενώ η μνήμη του με μια χούφτα εικόνες προσπαθούσε να ξαναφέρει στο νου τη γεύση και τη μυρωδιά της. Ολοένα και πιο δύσκολα.

Κάποιες φορές γελούσε ενώπιόν του, βεβιασμένα, διστακτικά για να ξορκίσει  τα φαντάσματα του δράματος. Γλυκιά, ζωντανή μουσική με απεχθείς στίχους. Αποζητούσε μια φιλία, τραγουδούσε. Στο γέλιο της, η μόνη του απάντηση ήταν μια φράση απαγορευμένη, ετεροχρονισμένη, που διεκδικούσε απεγνωσμένα μια ανάσα να ξεφύγει, που με κόπο συγκρατούσε, αποκεφαλίζοντάς τη στα δόντια του.

Την επισκεπτόταν τις νύχτες με αφοσίωση. Ανεδείχθη σε εκείνο το κάτι που πρέπει να κρατάμε βαθιά μέσα μας για τη ζεστασιά του, αυτό το κάτι που πρέπει ν’ αγαπάμε για να μας κρατάει ζωντανούς. Ημέρευε την ανάγκη για να μη μεταμορφωθεί σε χάος, σε έχθρα και μίσος που λυσσομανεί και τρέφεται με ανθρωπιά. Ο τελευταίος έρωτας, η τελευταία συγκίνηση.

Μεγαλώνοντας, η απώλεια φάνταζε βαθύτερη. Μαζί με εκείνον άλλαζε και το όνειρο, γινόταν πιο άπληστο. Εν τέλει δε χάθηκε μόνο ένα χάδι, τα χείλη της, μερικοί μήνες κινηματογραφικής ευδαιμονίας. Πλέον, από τις γκρίζες σκιές του πιθανού ένα παιδί θα τον κοιτούσε για πάντα με μια στοργική απορία στα μεγάλα του μάτια. Τα δικά της χέρια προορίζονταν, πίστεψε για μια στιγμή, να κρατήσουν κάτι παραπάνω από τον ίδιο.

Και της ανήκε. Κάτι πιο δυνατό από τον έρωτα, πιο θεμελιώδες από την αγάπη, πέρα από την κτήση και την καταδυνάστευση. Είχε παγώσει το βιωματικό χρόνο και θα παρέμεναν όπως το πρώτο βράδυ, υποτακτικοί και οι δυο τους της άγριας ποίησης που ενίοτε οι άνθρωποι πέφτουν θύματά της. Ανήκε, όπως το πρώτο βράδυ, στη σπάνια τρυφερότητα της φωνής της.

Και μέχρι το τελευταίο, θα αναπολούσε τη μικρή αιωνιότητα των μύχιων του κορμιού της, εκείνη τη γαλήνια αχρονικότητα του κρεβατιού της. Θα νοσταλγούσε κάθε περιήγηση στην άβυσσο που κοιτούσε μέσα του φιλεύσπλαχνα, φέρνοντάς της σαν σπονδή εξευμένισης ένα εφηβικό χαμόγελο.

 

*Η εικόνα είναι από την ταινία Eternal sunshine of the spotless mind

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου